θέλημα, το, ουσ. [<αρχ. θέλημα], το θέλημα. 1.
η επιθυμία: «είναι θέλημα του τάδε να σε βοηθήσω». 2. στον πλ. τα
θελήματα, μικροδουλειές, διάφορες εξυπηρετήσεις, συνήθως έναντι μικρής
αμοιβής: «τσοντάρει στο μισθό του κι από διάφορα θελήματα»·
- γενηθήτω το θέλημά σου, ας γίνει αυτό που θέλεις,
ας γίνει αυτό που επιθυμείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, γενηθήτω το θέλημά
σου». Φρ. παρμένη από το Πάτερ Ημών·
- κάνω θελήματα, εκτελώ μικροδουλειές, μικροεξυπηρετήσεις
έναντι κάποιου μικρού ποσού, κάνω βοηθητική εργασία: «έχει στο μαγαζί ένα μικρό
για να του κάνει θελήματα || απ’ τα θελήματα που κάνει, βγάζει ένα πολύ καλό
χαρτζιλίκι»·
- με το θέλημα του Θεού, αν όλα πάνε καλά και δε
βρεθεί κανένα εμπόδιο ανεξάρτητο από τις δυνάμεις μου ή τις προβλέψεις μου: «με
το θέλημα του Θεού, πρέπει να φτάσουμε γύρω στις πέντε»·
- πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την
καλόγρια με τα θελήματά του, με διάφορα τεχνάσματα, με διάφορα κόλπα,
εξαπάτησε κάποιον για να πετύχει το σκοπό του: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του, με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο σίγουρα θα το πετύχει, γιατί είναι απ’ αυτούς τους
τύπους που λένε πως πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την
καλόγρια με τα θελήματά του».