θέαμα, το, ουσ. [<αρχ. θέαμα <θεάομαι-ῶμαι], το
θέαμα. 1. καθετί που παρακολουθούμε φανερά ή κρυφά και συνήθως προκαλεί
το ενδιαφέρον μας (καβγάς, διαπληκτισμός, μπανιστήρι κ.ά.): «άργησα στο
ραντεβού μας, γιατί, καθώς ερχόμουν, έπεσα πάνω σ’ ένα θέαμα με δυο τύπους που
πλακώνονταν στο ξύλο». 2. παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα: «ετοιμάζω
ένα θέαμα, που θα κάνει πάταγο»·
- άδεια μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. άδεια·
- άρτος και θεάματα, φαντασμαγορικά θεάματα χωρίς
ποιότητα ή προβληματισμό, που αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό του λαού: «δε
νοιάζεται για τίποτα εκτός από άρτον και θεάματα». Αναφορά στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας,
όπου οι αυτοκράτορες, για να αποσπούν το λαό από τα καθημερινά του προβλήματα,
του παρείχαν πλουσιοπάροχα ψωμί και δημόσια θεάματα (ιπποδρομίες,
αρματοδρομίες, και διάφορες μονομαχίες μεταξύ μονομάχων ή αντρών και θηρίων)·
- γίνομαι δημόσιο θέαμα, με την κακή ή ανάρμοστη
συμπεριφορά μου προκαλώ την προσοχή των άλλων και γίνομαι αιτία να με
χλευάζουν, να με κοροϊδεύουν, εξευτελίζομαι μπροστά σε κόσμο: «γίνεσαι δημόσιο
θέαμα στη γειτονιά, κάθε φορά που γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι»·
- γίνομαι θέαμα, βλ. φρ. γίνομαι δημόσιο θέαμα·
- δημόσια θεάματα, καλλιτεχνικές παραστάσεις ή
αθλητικές συναντήσεις που παρουσιάζονται σε δημόσιους κλειστούς ή ανοιχτούς
χώρους μπροστά σε πλήθος κόσμου: «η κυβέρνηση προσανατολίζεται ν’ αυξήσει το
φόρο στα εισιτήρια των δημοσίων θεαμάτων»·
- έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. έξοδος·
- ο κόσμος του θεάματος, βλ. λ. κόσμος·
- τον κάνω δημόσιο θέαμα, τον χλευάζω, τον κοροϊδεύω,
τον εξευτελίζω μπροστά σε κόσμο: «κάθε φορά που γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι
του, τα παιδιά της γειτονιάς τον κάνουν δημόσιο θέαμα»·
- τον κάνω θέαμα, βλ. φρ. τον κάνω δημόσιο θέαμα.