θαυματουργός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. θαυματουργός],
θαυματουργός·
- μικρό(ς) αλλά θαυματουργό(ς), (για πρόσωπα ή
πράγματα) που η αξία του ή η αποτελεσματικότητά του δεν προσδιορίζεται από την
ηλικία ή το μέγεθός του: «αυτός δεν είναι ο μικρός γιος του τάδε; -Μικρός αλλά
θαυματουργός, γιατί βγήκε ο πρώτος μαθητής της τάξης του || είναι μικρό αλλά
θαυματουργό τ’ αυτοκινητάκι μου, γιατί μ’ αυτό όργωσα όλα τα βουνά της
Μακεδονίας». Πολλές φορές, έχει ως υπονοούμενο το πέος: «τι να κάνεις με τόσο
μικρό τσουτσουνάκι! -Μικρό αλλά θαυματουργό».