θαύμα, το, ουσ. [<αρχ. θαῦμα], το θαύμα. 1.
γεγονός με αναπάντεχα θετική έκβαση, που παραβαίνει τη λογική, τους φυσικούς
νόμους και αποδίδεται σε υπερφυσικές δυνάμεις, σε σωτήρια θεϊκή επέμβαση:
«γλίτωσε από θαύμα». 2. σε θέση επιθ., ο θαυμάσιος, ο καταπληκτικός:
«γνώρισα μια γυναίκα θαύμα». 3. σε θέση επίρρ., πάρα πολύ ωραία,
καταπληκτικά, θαυμάσια: «στην εκδρομή, περάσαμε θαύμα». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι
ωραία, θαύμα σαν νεράιδα κι έχεις κάλλη που δεν τα ξανάειδα)· βλ.
και λ. θάμα. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άγγιξε το θαύμα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως
ποδοσφαιρικές ή του μπάσκετ) έφτασε πάρα πολύ κοντά στην κατάκτηση ενός
τροπαίου, κάτι, που πριν καιρό φαινόταν απίθανο: «η ομάδα μας άγγιξε το θαύμα
για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, αλλά στον τελευταίο αγώνα ηττήθηκε απ’
τους αντιπάλους της»·
- αλλού τ’ όνειρο και αλλού το θαύμα, βλ. λ. όνειρο·
- είναι θαύμα! (για πρόσωπα, πράγματα καθώς και για
φαγητά) είναι πολύ καλός, πολύ όμορφος, πολύ ωραίος: «τα παιδιά σου είναι
θαύμα! || τ’ αυτοκίνητό σου είναι θαύμα! || το φαγητό σου είναι θαύμα!»·
- έκανε πάλι το θαύμα του, βλ. φρ. το ’κανε πάλι
το θαύμα του·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας
σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, η
δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέτοιο αδιέξοδο, σε τέτοια
στασιμότητα, που μόνο κάτι ανέλπιστο ή ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει: «βρίσκομαι
σε τόση δεινή θέση, που ένα θαύμα μόνο θα με σώσει». Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: πίστευα πως όταν φύγεις,
γρήγορα θα γιατρευτώ! Τώρα ένα θαύμα μόνο θα με σώσει, να γυρίσεις πίσω
και να με γλιτώσεις). Συνών. ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας
σεισμός μόνο μας σώνει / μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο
μας σώνει·
- θαύμα (των) θαυμάτων, δηλώνει πολύ μεγάλο θαύμα,
κάτι που είναι πολύ δύσκολο να γίνει πιστευτό: «κέρδισε στο Τζόκερ, του ’πεσε
το λαχείο, του ’ρθε καπάκι και μια κληρονομιά από πάνω! Αυτό, παιδί μου, δεν
είναι θαύμα, είναι θαύμα θαυμάτων!»·
- κάνε το θαύμα σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον,
ιδίως σε άγιο να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση που βρισκόμαστε ή να εκπληρώσει
την επιθυμία μας: «αχ. Παναγίτσα μου, κάνε το θαύμα σου να γίνω καλά! || αχ,
Παναγίτσα μου, κάνε το θαύμα σου να κερδίσω το λαχείο!». (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιά
μου, αχ, κάνω τάμα – κάνε το θαύμα σου να ζήσω, στην καλή μου, αχ, να
γυρίσω)·
- κάνει θαύματα, είναι ικανότατος σε μια δουλειά ή
τέχνη, σημειώνει μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που έστησε το μηχανουργείο
του, κάνει θαύματα»·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. λ. Θεός·
- παιδί θαύμα, βλ. λ. παιδί·
- πιστεύει σε θαύματα ή πιστεύει στα θαύματα, έχει
την εντύπωση πως μπορούν να πραγματοποιηθούν πράγματα που από τη φύση τους δεν
έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν: «έχει την εντύπωση πως μπορεί ν’
ασχοληθεί με το εμπόριο χωρίς να βάλει ούτε μια δραχμή. -Πιστεύει σε θαύματα».
Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ακόμη, κι έτσι μας
παραπέμπει στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, τότε που γίνονταν θαύματα·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, λέγεται για
καταστάσεις που έχουν πολύ μικρή διάρκεια: «έγινε ο γάμος με χαρές και
πανηγύρια, αλλά το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, γιατί σε λίγο καιρό το ζευγάρι
άρχισε την γκρίνια και τα μαλώματα». Ίσως αναφορά στις τρεις μέρες μέχρι να
αναστηθεί ο Χριστός·
- το ’κανε πάλι το θαύμα του, λέγεται ειρωνικά για
γνωστό ανόητο άτομο, που ενήργησε εκ νέου ανόητα, αλλά λέγεται και με
κυριολεκτική έννοια·
- ω του θαύματος! δηλώνει μεγάλη έκπληξη λόγω
απίθανου, πολύ εντυπωσιακού ή απρόσμενου γεγονότος: «τον παρέσυρε το τρένο μαζί
με τ’ αυτοκίνητό του διακόσια περίπου μέτρα και, ω του θαύματος, δεν έπαθε ούτε
γρατζουνιά!»·
- ως εκ θαύματος, σαν από υπερφυσική, από θεϊκή
δύναμη: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του στον γκρεμό και γλίτωσε ως εκ θαύματος».