Θανάσης, ο, κύρ. όν. [<Αθανάσιος], (για
χαρτοπαίγνιο) είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται με δυο τράπουλες των πενήντα δύο
φύλλων: «τους έπιασαν να παίζουν Θανάση και τους οδήγησαν στο τμήμα»·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ποιος Θανάσης! ειρωνική έκφραση, που δηλώνει δήθεν
άγνοια για το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος ή ειρωνική άρνηση: «μου είπαν πως
πήρες κι εσύ μέρος στον καβγά. -Ποιος Θανάσης! || θα μου δώσεις εκατό χιλιάρικα
δανεικά; -Ποιος Θανάσης!». Προπολεμικά Θανάσης λεγόταν το επάνω μέρος του
αργιλέ, όπου τοποθετούσαν το χασίσι και για την ακρίβεια ονομαζόταν ο Θανάσης
με το τρύπιο κεφάλι, επειδή είχε τρεις ή τέσσερις τρύπες από τις οποίες
περνούσε ο καπνός,και ήταν το αποδεικτικό στοιχείο της αστυνομίας για
την παράνομη πράξη. Έτσι, κάθε φορά που έκανε έφοδο η αστυνομία, κάποιος από
τους συγκαπνίζοντες ήταν υπεύθυνος να το σκάει παίρνοντας μαζί του το Θανάση,
και, φυσικά, τα αποδεικτικά στοιχεία, τα πειστήρια του εγκλήματος. Στην
ερώτηση λοιπόν των αστυνομικών πού είναι ο Θανάσης οι παρευρισκόμενοι
απαντούσαν με απορία: ποιος Θανάσης!