ήττα,
η, ουσ.
[<αρχ. ἧττα], η ήττα· (στη νεοαργκό) λέγεται για κάτι που μας στενοχωρεί
πάρα πολύ λόγω δυσμενέστατης εξέλιξης: «α πα πα πα, πολύ ήττα αυτή η δουλειά,
ρε παιδάκι μου, αφού λίγο έλειψε να καταστραφώ!»·
-
γλυκιά ήττα, (ιδίως
για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που κάποια ομάδα, παίζοντας το
δεύτερο παιχνίδι με την αντίπαλη ομάδα, αν και χάνει, εντούτοις προκρίνεται
στην επόμενη φάση της διοργάνωσης ή ανακηρύσσεται τελική νικήτρια, γιατί στον
πρώτο αγώνα είχε κερδίσει με μεγαλύτερο σκορ, ή γενικά, που η ήττα της, δεν
έχει σοβαρές συνέπειες στην πορεία της: «μπορεί να έχασε η εθνική νέων απ’ την
αντίστοιχη τουρκική με 2-1, ήταν όμως γλυκιά ήττα, γιατί στον πρώτο αγώνα, που
είχε γίνει στα Γιάννενα, τους είχαμε κερδίσει με 3-0, οπότε και προκριθήκαμε
στην επόμενη φάση της διοργάνωσης || η ομάδα μας δέχθηκε γλυκιά ήττα, γιατί
είχε ήδη εξασφαλίσει την παραμονή της στα μεγάλα σαλόνια»·
-
έφαγα ήττα, (στη
νεοαργκό) στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, επειδή απέτυχα στο στόχο μου: «τα ’ριξα στην
τάδε γκόμενα, αλλά έφαγα ήττα και το φυσάω και δεν κρυώνει». (Τραγούδι: έφαγα
ήττα, έγινα πίτα και βγήκα. Πήρα από σένα τζάμια σπασμένα για προίκα)·
-
κάνω ήττα, (ιδίως
για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) νικιέμαι, ηττώμαι: «σίγουρα φέτος θα πέσουμε στη βήτα
εθνική, γιατί η ομάδας μας συνέχεια κάνει ήττες»·
- ή
νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι
ορφανή, βλ. λ. πατέρας.