ήσυχος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἥσυχος], ήσυχος. 1. που δε δημιουργεί προβλήματα, φασαρίες:
«είναι ένας ήσυχος άνθρωπος και κοιτάζει το σπίτι του και τη δουλειά του». 2.
ως επιφών. ήσυχα! λέγεται συμβουλευτικά ή απειλητικά σε άτομο που
ατακτεί, υπονοώντας πως ενδέχεται να ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του, να το
δείρουμε, αν εξακολουθήσει να ατακτεί: «αν κάνει πως αγριεύει, θα τον σπάσω στο
ξύλο. -Ήσυχα!». Συνών. όμορφος (1β) / φρόνιμος (2). Επίρρ. ήσυχα, μαλακά,
φρόνιμα, με καλοσύνη, με κατανόηση: «τον έπιασα ήσυχα και θέλησα να τον
συμβουλέψω». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο: «καθίσαμε ήσυχα ήσυχα στο τραπέζι
και προσπαθήσαμε να λύσουμε πολιτισμένα τις διαφορές μας·
- άσε
μας ήσυχο! ή άσε με ήσυχο! μη με ενοχλείς, μη με πειράζεις: «άσε με
ήσυχο, γιατί δεν έχω διάθεση για κουβέντα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο
για τον εαυτό του·
- δε
μένει ήσυχος στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν
κάθεται ήσυχος στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- έχω
ήσυχη τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω
ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, βλ. λ. κεφάλι·
- κοιμάμαι
ήσυχος, δεν προβληματίζομαι, δεν ανησυχώ ή έχω ήσυχη τη συνείδησή μου: «δεν
έχω πειράξει κανέναν, γι’ αυτό κοιμάμαι ήσυχος || κοιμάμαι ήσυχος γιατί δε
χρωστάω σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να βασισθείς σε μένανε, ήσυχος να
κοιμάσαι, το σιγανό, αγόρι μου, ποτάμι να φοβάσαι)·
- κοιμήσου
ήσυχος, α. μην προβληματίζεσαι, μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ: «θα
ενδιαφερθείς, εντέλει, να βάλεις το γιο μου σε καμιά δουλειά; -Κοιμήσου
ήσυχος». β. λέγεται και με εντελώς αρνητική έννοια: «μου υποσχέθηκε πως
θα ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του. -Κοιμήσου ήσυχος», δηλ. αποκλείεται να
ξεκόψει·
- μείνε
ήσυχος, α. μην προβληματίζεσαι, μην ανησυχείς: «θα μου δώσεις αύριο
τα λεφτά που μου χρειάζονται; -Μείνε ήσυχος». β. λέγεται και με εντελώς
αρνητική έννοια: «μου υποσχέθηκε πως θα μου δώσει τα λεφτά που μου χρειάζονται.
-Μείνε ήσυχος», δηλ. αποκλείεται να στα δώσει·
- μένω
ήσυχος, δεν προβληματίζομαι, δεν ανησυχώ: «μένω ήσυχος πως αύριο θα μου
φέρεις τα λεφτά που μου χρειάζονται. -Ε, τι λέμε τόση ώρα, παιδιά είμαστε;»·
- στο
ήσυχο, με μαλακό, με καλοσυνάτο τρόπο: «τον πήρα στο ήσυχο και του εξήγησα
τι έπρεπε να κάνει»·
- το
ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, βλ. λ. νερό·