Ησαΐας,
ο, κύρ. όν.
[<εβρ. Yesaeyahu]·
- ο
χορός του Ησαΐα, ο γάμος: «πότε λέτε για το χορό του Ησαΐα;». Από το τροπάριο
που ακούγεται κατά το μυστήριο του γάμου. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δεν ξέρεις το
χορό του Ησαΐα, μη φοβάσαι θα στον μάθει ο παπάς)·
- το
Ησαΐα χόρευε, βλ. φρ. ο χορός του Ησαΐα·
- χορεύω
τον Ησαΐα ή χορεύω το χορό του Ησαΐα, παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα
μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις).