ήρθα κ. ήλθα, ρ. [αόρ. του ρ.
έρχομαι]· ήρθα· (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήρθα με τα σφηνάκια
που κατέβασα, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»· βλ. και λ. έλα και έρχομαι.
(Ακολουθούν 184 φρ.)·
- άλλες
νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- αλλιώς
τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
- αν
είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), α. έκφραση
αδιαφορίας για κάτι που επιθυμούμε να γίνει ή να μας συμβεί. β. έκφραση
με την οποία συστήνουμε σε κάποιον που αναμένει να του συμβεί κάτι καλό, κάτι
ευχάριστο να μην αγωνιά. Από αναφορά σε ποίημα του Κ. Ουράνη·
- ας
του ’ρθει! βλ. φρ. να του ’ρθει(;)·
- αύριο
να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- Γιάννης
πήγε Γιάννης ήρθε ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης ήρθε, βλ. λ. Γιάννης·
- δε
μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
- δεν
ήρθε για καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν
ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν
ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν
ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- δεν
κατάλαβε από πού του ήρθε, δέχτηκε ξαφνικό χτύπημα, χωρίς να ξέρει από πού
και ποιος τον χτύπησε ή υπέστη ξαφνικό κακό, χωρίς να μπορεί να το
δικαιολογήσει: «εκεί που καθόταν κι έπινε ήρεμα το καφεδάκι του στην αυλή,
δέχτηκε μια πέτρα στο κεφάλι και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε || ενώ όλα
πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά τα πάντα στράβωσαν και δεν κατάλαβε από πού του
ήρθε»·
- εδώ
ήρθαμε! έκφραση δυσαρέσκειας ή αμηχανίας, όταν μας παρουσιάζεται κάποιος
ανεπιθύμητος ή κάποια απρόσμενη δυσκολία. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το οπ ή
το όπα·
- είχαμε
πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι
μου ’ρθε, βλ. λ. έτσι·
- έφυγε
από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- έχω
έρθει, (στη
νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήπιαμε κάνα δυο ποτηράκι κι έχω έρθει,
μπορούμε να κουβεντιάσουμε το θέμα που σε απασχολεί»·
- η
δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθα
κι έγινα, έφτασα στο σημείο, κατέληξα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο κι
ηλιοθεραπεία, ήρθα κι έγινα αράπης || κάθε βράδυ ουισκάκια στο μπαράκι, ήρθα κι
έγινα αλκοολικός»·
- ήρθα
με αγαθή διάθεση ή ήρθα με αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα
με αγαθή πρόθεση ή ήρθα με αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα
με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα
με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα
μούρη με μούρη (με κάποιον), βλ. λ. μούρη·
- ήρθα
μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- ήρθα
να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- ήρθα
ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, βλ. λ. γένια·
- ήρθα
πρόσωπο με πρόσωπο (με κάποιον), βλ. λ. πρόσωπο·
- ήρθα
τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθαμε
και γίναμε, φτάσαμε στο σημείο, καταλήξαμε: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, σε
λίγο ήρθαμε και γίναμε φέσι»·
- ήρθαμε
σε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- ήρθαν
άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν
άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν
πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθαν
στα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- ήρθαν
τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
- ήρθαν
τα μαντάτα σου, βλ. λ. μαντάτο·
- ήρθαν
τα πρωτοβρόχια, βλ. λ. πρωτοβρόχια·
- ήρθαν
τα χαμπέρια σου, βλ. λ. χαμπέρι·
- ήρθε
απ’ αλλού, βλ. λ. αλλού·
- ήρθε
απ’ τον Άρη, βλ. φρ. ήρθε από άλλον πλανήτη, λ. πλανήτης·
- ήρθε
άπατος, βλ. λ. άπατος·
- ήρθε
από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- ήρθε
η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
- ήρθε
η δωδεκάτη (ενν. ώρα), βλ. λ. δωδεκάτη·
- ήρθε
η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε
η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε
η κουβέντα και…, βλ. λ. κουβέντα·
- ήρθε
η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. λ. σειρά·
- ήρθε
η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε
η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε
η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
καρφωτός, βλ. λ. καρφωτός·
- ήρθε
κι έγινε, κατέληξε: «έτρωγε τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό, που ήρθε κι
έγινε σαν βόδι!»·
- ήρθε
κι έδεσε, α. (για καλό ή για κακό), ταίριαξε, συμπληρώθηκε,
ολοκληρώθηκε μια κουβέντα, μια κατάσταση, μια διαδικασία ή ένα γεγονός: «η
δουλειά του πήγαινε μια χαρά, του ’πεσαν και κάτι λεφτά στο λαχείο κι ήρθε κι
έδεσε || αναποδιά απ’ τη μια, αναποδιά απ’ την άλλη, του ακύρωσαν και μια
μεγάλη παραγγελία κι ήρθε κι έδεσε». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση:
«μόλις εμφανίστηκε κι ο άλλος ο χαραμοφάης, ήρθε κι έδεσε η παρέα». Πολλές
φορές, στην τελευταία περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα·
βλ. και φρ. έδεσε το γλυκό, λ. γλυκό·
- ήρθε
κι έκατσε, βλ. φρ. ήρθε κι έδεσε·
- ήρθε
μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε
μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε
μ’ έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- ήρθε
με κακή διάθεση ή ήρθε μα κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε
με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε
με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’
αφτιά κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. αφτί·
- ήρθε
με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τα) μούτρα ή ήρθε με τα
μούτρα κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε
με κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο) (το) κεφάλι ή ήρθε με το
κεφάλι κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο), βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε
με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- ήρθε
με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε
με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- ήρθε
με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε
με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
- ήρθε
μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- ήρθε
ντανγκ, βλ. λ. ντανγκ·
- ήρθε
ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ.δαδί·
- ήρθε
ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ήρθε
ο κόσμος ανάποδα, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε
ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε
σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε
σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
σαν γαμπρός, βλ. λ. γαμπρός·
- ήρθε
σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε
σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε
σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε
σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
στα γράδα του, (για μηχανήματα), βλ. λ. γράδα·
- ήρθε
στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
στο κουταλάκι του παπά, λ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε
στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- ήρθε
στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- ήρθε
στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- ήρθε
στο φως, βλ. λ. φως·
- ήρθε
τούμπα, (ιδίως για αυτοκίνητο), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθε
τσακ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
τσαφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
τσιφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- ήρθε
το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- ήρθε
το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- ήρθες
αργά, βλ. λ. αργά·
- ήρθες
και ήρθες ή ήρθες που ήρθες, αφού ήρθες: «ήρθες που ήρθες, γιατί δε
μου ’φερνες και το βιβλίο που είχα ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
- ήρθε(ς)
σαν την άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
- θα
έρθω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα
’ρθεις και θα ’ρθεις ή θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, αφού θα έρθεις: «θα
’ρθεις που θα ’ρθεις, δε μου φέρνεις και το πουλόβερ που έχω ξεχάσει στο σπίτι
σου;»·
- θα
μου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα
σου ’ρθει από κει που δε το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·
- θα
σου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα
τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα
τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα
τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. κάνω·
- …
κι ας μου ’ρθει συγκοπή, βλ. λ. συγκοπή·
- κακό
να σου ’ρθει, βλ. λ. κακός·
- καλώς
ήρθες! φιλοφρονητική έκφραση, όταν υποδεχόμαστε, ιδίως στο σπίτι μας,
κάποιο οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: χαρές και πίκρες μας
κερνάς ανάμνησες χαρμάνι, το καλώς ήρθες κι έχε γεια που λένε στο λιμάνι)·
(για πολλούς) καλώς ήρθατε! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή
το βρε επαναλαμβανόμενο·
- κάνω
ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. κάνω·
- λέω
ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. λέω·
- μια
και ήρθες ή μια που ήρθες, βλ. φρ. ήρθες που ήρθες·
- μια
και θα ’ρθεις ή μια
που θα ’ρθεις, βλ. φρ. θα ’ρθεις και θα ’ρθεις·
- μου
’ρθαν (ενν. τα σκατά μου, τα κατουρλιά μου), ένιωσα την ανάγκη να χέσω, να
κατουρήσω: «αμάν, παιδιά, πού είναι η τουαλέτα, γιατί μου ’ρθαν»·
- μου
’ρθε, μου ήρθε ξαφνικά η διάθεση, η επιθυμία: «εκεί που καθόμουν ήσυχα κι
έβλεπα τηλεόραση, μου ’ρθε να πιω ένα ουισκάκι και πήγα στο μπαράκι της
γειτονιάς μου || με τις βλακείες που έλεγε μου ’ρθε να τον διαβολοστείλω»·
- μου
’ρθε (ενν. η κλανιά, η πορδή), ένιωσα την ανάγκη να κλάσω: «αφού μου ’ρθε,
ρε παιδιά, τι να ’κανα, να ’σκαζα;»·
- μου
’ρθε αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
- μου
’ρθε αντράλα, βλ. λ. αντράλα·
- μου
’ρθε από κει που δε το περίμενα, βλ. λ. περιμένω·
- μου
’ρθε αποπληξία, βλ. λ. αποπληξία·
- μου
’ρθε βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου
’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου
’ρθε γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μου
’ρθε γλύκισμα, βλ. λ. γλύκισμα·
- μου
’ρθε η ιδέα να..., βλ. λ. ιδέα·
- μου
’ρθε καϊμάκι, βλ. λ. καϊμάκι·
- μου
’ρθε καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου
’ρθε καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- μου
’ρθε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου
’ρθε καταπέλτης, βλ. λ. καταπέλτης·
- μου
’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου
’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου
’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- μου
’ρθε κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- μου
’ρθε κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μου
’ρθε κουφέτο, βλ. λ. κουφέτο·
- μου
’ρθε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου
’ρθε λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
- μου
’ρθε λουκούμι, βλ. λ. λουκούμι·
- μου
’ρθε μεζές, βλ. λ. μεζές·
- μου
’ρθε μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου
’ρθε μπαλτάς, βλ. λ. μπαλτάς·
- μου
’ρθε μπισκοτολούκουμο, βλ. λ. μπισκοτολούκουμο·
- μου
’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου
’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- μου
’ρθε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου
’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου
’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- μου
’ρθε ταμπλάς ή μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου
’ρθε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου
’ρθε το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- μου
’ρθε το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- μου
’ρθε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- να
πάει από κει που ήρθε! βλ. λ. εκεί·
- να
σου ’ρθει ζάλη! βλ. λ. ζάλη·
- να
του ’ρθει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη,
αν συμφωνεί για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου, που λέει ανοησίες,
ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή ένα άτομο από την
παρέα, που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής,
αναφωνεί: να του ’ρθει; Κατά κανόνα, η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με
αλλεπάλληλα να του ’ρθει! να του ’ρθει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον
ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και
προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να
πέσει(;)·
- ο
κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- όπως
και να ’ρθουν τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- όσα
έρθουν κι όσα πάνε, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εξέλιξη μιας υπόθεσης ή
μιας κατάστασης: «εγώ θα κάνω αυτό που αποφάσισα να κάνω κι όσα έρθουν κι όσα
πάνε». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα
μπρος και του κεφαλιού σου κάνε)·
- όταν
έρθει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πήγα
κι ήρθα, βλ. λ. πάω·
- πήγε
από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- πήγε
για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. λ. μαμή·
- ποιος
ήρθε; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράξενα
πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «σε παρακαλώ,
μπορείς να μου δανείσεις αυτή τη στιγμή εκατό χιλιάρικα; -Ποιος ήρθε;». Συνών. με
ζήτησε κανείς; / τι ώρα είναι(;)·
- τα
’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
- της
ήρθαν τα αίματα, (για γυναίκες) βλ. λ. αίμα·
- τι
σου ’ρθε και… ή τι σου ’ρθε να…, έκφραση απορίας σε κάποιον που
ενήργησε ξαφνικά με τρόπο που δε μας έχει συνηθίσει: «τι σου ’ρθε και τον
έδειρες στα καλά καθούμενα τον άνθρωπο! || τι σου ’ρθε κι έβαλες ξαφνικά τις
φωνές; || τι σου ’ρθε να φύγουμε χωρίς να θέλεις να πληρώσουμε; || τι σου ’ρθε
ν’ αγοράσεις τόσο ακριβό αυτοκίνητο;»·
- τον
έστειλα από κει που ’ρθε, βλ. λ. στέλνω·
- του
’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- του
’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- του
’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- τρομάρα
να σου ’ρθει! βλ. λ. τρομάρα·
- τώρα
μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, τώρα αποφάσισα ή συνειδητοποίησα μια διάθεσή
μου, τώρα σκέφτηκα κάτι: «τώρα που σου ’ρθε να πάμε βόλτα μου ’φυγε εμένα ||
αφού τώρα μου ’ρθε, τώρα το ’πα»·
-
ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί.