ήπατα,
τα, ουσ. [πλ.
του ουσ. ήπαρ] το συκώτι·
- κόπηκαν
τα ήπατά μου ή μου κόπηκαν τα ήπατα, παρέλυσα από μεγάλο φόβο:
«μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μας, μου κόπηκαν τα ήπατα»·
- το
γάμησα τα ήπατα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα) το κατάστρεψα
ολοσχερώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το γάμησε τα
ήπατα || του ’δωσα το κασετόφωνό μου για το πάρτι του και το γάμησε τα ήπατα»·
- του
γαμώ τα ήπατα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «μόλις τον
είδε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τα ήπατα». β. τον
τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «όταν έμαθε ο
πατέρας του πως την έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, του γάμησε τα ήπατα, μόλις
γύρισε το βράδυ στο σπίτι || έλεγε πως θα με δείρει αλλά, όταν πιαστήκαμε στα
χέρια, του γάμησα τα ήπατα». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ.
γαμώ·
- του
κόβω τα ήπατα, τον κάνω να παραλύσει από το φόβο του: «μόλις τράβηξε ο
άλλος μαχαίρι, του ’κοψε τα ήπατα του φίλου μου». Από το ότι το συκώτι
θεωρείται η έδρα της δύναμης και του θάρρους.