ημίχρονο κ. ημιχρόνιο, το ουσ.
[<ημι- + χρόνος]. 1. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και γενικά για
αθλοπαιδιές) το διάλειμμα λίγων λεπτών που χωρίζει σε δυο ίσα χρονικά μέρη τη
διάρκεια ενός παιχνιδιού, καθώς και καθένα από τα δυο ισόχρονα μέρη: «στο
ημίχρονο ο προπονητής έβγαλε τον τάδε απ’ το παιχνίδι και πέρασε το καινούριο
απόκτημα της ομάδας μας || στο πρώτο ημίχρονο βαστούσαν ακόμη, στο δεύτερο
έψαχνες να τους βρεις και δεν τους έβρισκες». 2. διάλειμμα, μικρή
ανάπαυλα κατά τη διάρκεια μιας εργασίας: «το ’χει τάμα αυτός ο άνθρωπος να με
σκοτίζει πάνω στο ημίχρονο»·
- ας
κάνουμε ημίχρονο, προτροπή σε κάποιον να αφήσουμε κατά μέρος, προσωρινά
τουλάχιστο, όλα όσα μας χωρίζουν: «απ’ τη στιγμή που για ένα χρονικό διάστημα
θα πρέπει να δουλέψουμε μαζί, ας κάνουμε ημίχρονο στις διαφορές μας κι έπειτα
βλέπουμε»·
- είναι
ακόμα στο πρώτο ημίχρονο, α. έφερε τέτοια αποτελέσματα σε κάποια
δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε, που μας ικανοποιούν απόλυτα και είμαστε
σίγουροι πως στη συνέχεια η δραστηριότητά του θα φέρει ακόμα καλύτερα
αποτελέσματα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και σκέψου ή το και
να σκεφτείς: «ανέλαβε πριν από λίγο καιρό τη δουλειά κι έχει κάνει θαύματα,
και να σκεφτείς πως είναι ακόμα στο πρώτο ημίχρονο». β. δεν έφερε τα
αποτελέσματα που αναμέναμε από τη δουλειά ή την υπόθεση που του αναθέσαμε,
έχουμε όμως την ελπίδα πως στη συνέχεια θα βελτιωθεί και θα αποφέρει τα
αναμενόμενα: «δεν έπιασε προς το παρόν το ρυθμό της δουλειάς, γιατί είναι ακόμα
στο πρώτο ημίχρονο». Από την ποδοσφαιρική γλώσσα·
- θα
’χει και δεύτερο ημίχρονο, ο καβγάς, η φασαρία, η φιλονικία, μπορεί να
σταμάτησαν, αυτή η διακοπή όμως θεωρούμε πως είναι προσωρινή, γιατί είμαστε
σίγουροι πως θα υπάρξει συνέχεια, πως η ένταση θα αναζωπυρωθεί πολύ σύντομα:
«μπορεί να μπήκαν οι άλλοι στη μέση και να τους χώρισαν, αλλά σίγουρα θα έχει
και δεύτερο ημίχρονο, γιατί μισούνται πάρα πολύ». Από την ποδοσφαιρική γλώσσα·
- κάνω
ημίχρονο, διακόπτω προσωρινά κάτι που κάνω για να ξεκουραστώ: «κατά τις
δώδεκα κάναμε ημίχρονο απ’ τη δουλειά για να κολατσίσουμε»·
- κάνε
ημίχρονο, προτροπή σε κάποιον που κάνει κάτι υπερβολικά, με πάθος, να
μειώσει την ένταση, να κόψει τη φόρα του: «κάνε ημίχρονο, βρε παιδί μου, θα
πνιγείς έτσι γρήγορα που τρως!».