ημέρα,
η, ουσ.
[<αρχ. ἡμέρα], η ημέρα· βλ. και λ. μέρα. (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αβγό
ημέρας, βλ. λ. αβγό·
- αποφράδα
ημέρα, βλ. λ. αποφράδα·
- έγινε
ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
-
έγινε το θέμα της ημέρας, βλ. λ. θέμα·
- έγινε
το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- είδα
το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδε
το φως της ημέρας, (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου), βλ. λ. φως·
- είναι
ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- ένα
μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- ένα
πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- επί
των ημερών (κάποιου), κατά την περίοδο εκείνη που ασκούσε κάποιος ένα
αξίωμα ή που βρισκόταν στην εξουσία: «επί των ημερών του τάδε υπουργού
Εργασίας, δόθηκαν γενναίες αυξήσεις στους εργαζομένους || επί των ημερών του
Κωνσταντίνου Καραμανλή η Ελλάδα έγινε μέλος της Ε.Ο.Κ.»·
- έργα
και ημέρες (κάποιου), βλ. λ. έργο·
- έφυγε
πλήρης ημερών, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία: «απάλυνε τον πόνο του η
ιδέα πως ο πατέρας του έφυγε πλήρης ημερών»·
- η
ημέρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- ημέρα
την ημέρα, βλ. συνηθέστ. μέρα με τη μέρα, λ. μέρα·
- ημέρα
των ονομαστηρίων, η μέρα της ονομαστικής γιορτής κάποιου: «την ημέρα των
ονομαστηρίων του διοργάνωσε έν πάρτι για τους φίλους του»·
- μία
των ημερών, κάποτε στο μέλλον: «θα ’ρθει μία των ημερών που θα μετανιώσεις
πικρά γι’ αυτά που είπες για μένα»·
- πέθανε
πλήρης ημερών, βλ. φρ. έφυγε πλήρης ημερών·
- προ
ημερών, πριν από
μερικές ημέρες: «προ ημερών εντελώς τυχαία συνάντησα στο δρόμο τον τάδε»·
- την
σήμερον ημέρα, βλ. λ. σήμερον·
- την
σήμερον ημέρα! βλ. λ. σήμερον·
- το
άστρο της ημέρας, βλ. λ. άστρο·
- το
γεγονός της ημέρας, βλ. λ. γεγονός·
- το
πιάτο της ημέρας, βλ. λ. πιάτο·
- του
Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.