ηλικία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἡλικία], η ηλικία. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- βρίσκομαι
σε ηλικία γάμου, βλ. φρ. έρχομαι σε ηλικία γάμου·
- δεν
έχει ηλικία, βλ.
φρ. είναι χωρίς ηλικία·
-
είμαι σε ηλικία γάμου, βλ.
φρ. έρχομαι σε ηλικία γάμου·
-
είναι μεγάλης ηλικίας, βλ.
φρ. είναι προχωρημένης ηλικίας·
-
είναι μιας κάποιας ηλικίας, (αόριστα
και για τα δυο φύλα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι κάπως
ηλικιωμένο: «δεν μπορώ να πω πως είναι ηλικιωμένος, αλλά είναι μιας κάποιας
ηλικίας»·
- είναι
περασμένης ηλικίας, (και για τα δυο φύλα) το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι ηλικιωμένο: «δεν μπορώ να πω πως είναι ντιπ γέρος, όμως είναι
περασμένης ηλικίας || αν και είναι περασμένης ηλικίας η πεθερά μου δεν το βάζει
κάτω»·
- είναι
προχωρημένης ηλικίας, (και για τα δυο φύλα) το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι πολύ ηλικιωμένο: «ο παππούς μας είναι συνέχεια άρρωστος, γιατί
είναι προχωρημένης ηλικίας || τα άτομα που είναι προχωρημένης ηλικίας, αξίζουν
σεβασμού απ’ τους νεότερους»·
- είναι
χωρίς ηλικία, (και για τα δυο φύλα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αν
και είναι μιας κάποιας ηλικίας, εντούτοις, δεν μπορεί να πει κανείς με
βεβαιότητα πόσο χρονών είναι, γιατί είναι καλοδιατηρημένο, γιατί έχει ζωντάνια
και ενεργητικότητα: «προσέχει πάρα πολύ τον εαυτό της κι εξακολουθεί αυτή η
γυναίκα να είναι χωρίς ηλικία»·
- έρχομαι
σε ηλικία γάμου, (και για τα δυο φύλα) έρχομαι στην κατάλληλη ηλικία να
παντρευτώ, να αναλάβω τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του έγγαμου βίου: «ο γιος
του ήρθε σε ηλικία γάμου και σκέφτεται σοβαρά να παντρευτεί»·
- έχει
μια κάποια ηλικία, βλ. φρ. είναι μιας κάποιας ηλικίας·
-
έχει την ηλικία της (του), βλ.
φρ. είναι μιας κάποιας ηλικίας·
-
κάλεσαν την ηλικία μου, (ιδίως
για άντρες) η αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία με κάλεσε μαζί με τους συνομήλικούς
μου να καταταγώ στο στρατό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «τον
προηγούμενο μήνα κάλεσαν την ηλικία μου και στο τέλος του μηνός θα πάω να
παρουσιαστώ στην Τρίπολη». Συνών. κάλεσαν την κλάση μου·
- με
την ηλικία, κατά
τη διάρκεια που μεγαλώνει κανείς, όσο μεγαλώνει κανείς: «μη στενοχωριέσαι που
είναι άτακτος ο γιος σου, γιατί με την ηλικία θα συμμορφωθεί»·
- μέση
ηλικία, η περίοδος του ανθρώπου κατά την οποία θεωρείται μεσήλικας: «η μέση
ηλικία έχει τις δικές της χάρες, γιατί ο άνθρωπος διαθέτει και πείρα και σοφία»·
- όριο
ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- πάνω
στο άνθος της ηλικίας του, λέγεται για άτομο που βρίσκεται πάνω στη νεότητά
του, στην ακμή της ζωής του: «ο πόνος του είναι αβάσταχτος, γιατί έχασε το γιο
του, που ήταν πάνω στο άνθος της ηλικίας του || ένιωθε ευτυχισμένος και
χαιρόταν τη ζωή πάνω στο άνθος της ηλικίας του»·
- τον
έπιασε το όριο ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- τον
πήρε το όριο ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- τρίτη
ηλικία, η περίοδος του ανθρώπου που είναι ηλικιωμένος και ιδίως από τη
στιγμή που βγαίνει κανονικά στη σύνταξη: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει με
περισσότερη στοργή πάνω στα προβλήματα που βασανίζουν την τρίτη ηλικία».