ζώο,
το, ουσ.
[<αρχ. ζῶον], το ζώο. 1. (υποτιμητικά) ο άξεστος, ο αγροίκος:
«πρόσεξε, μη φερθείς σαν ζώο εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς
πρέπει». 2α. ο ανόητος, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «είναι τόσο ζώο, που δεν
καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα του λες». β. απευθύνεται και με υβριστική
διάθεση: «έλα δω, ρε ζώο, πού ήσουν τόση ώρα που σε γύρευα!». 3. άνθρωπος
ανεπίδεκτος μαθήσεως: «τον έχω τόσον καιρό στη δουλειά μου, αλλά δεν έμαθε
τίποτα, γιατί είναι πολύ ζώο. Συχνά, για περισσότερη έμφαση ακούγεται και
τελικό ν·
- δουλεύει
σαν ζώο ή δουλεύει σαν το ζώο, εργάζεται σκληρά, εντατικά και
αγόγγυστα: «έχει μεγάλη οικογένεια και κάθε μέρα δουλεύει σαν ζώο για να
μπορέσει να τη θρέψει». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει
σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- είναι
ένα ζώο και μισό, είναι πολύ μεγάλος ηλίθιος, ο πολύ μεγάλος βλάκας (που
είναι, δηλαδή, ένα ζώο, συν ακόμη άλλο μισό): «με τον άσχημο τρόπο που
συμπεριφέρθηκες, μόνο όποιος είναι ένα ζώο και μισό σαν και σένα θα μπορούσε να
συμπεριφερθεί!»·
- είναι
τα ζώα μου αργά, λέγεται ειρωνικά για αργόστροφο ή για αργοκίνητο άτομο:
«δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα τι του λες, γιατί είναι τα ζώα μου αργά ||
ερχόμουν με τον τάδε, που είναι τα ζώα μου αργά, γι’ αυτό καθυστέρησα»·
- ζει
σαν ζώο ή ζει σαν το ζώο, είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ζει
σε ζωώδη κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, αποτραβήχτηκε σε μια
ερημική τοποθεσία και ζει σαν το ζώο»·
- κοιμάται
σαν ζώο ή κοιμάται σαν το ζώο, κοιμάται υπερβολικά: «όλη τη μέρα
μπεκρουλιάζει στα διάφορα μπαράκια κι ύστερα κοιμάται σαν το ζώο»·
- ξυπνάει
μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, η γυναίκα για την οποία
γίνεται λόγος, φέρνει στην επιφάνεια τα ζωώδη, τα άγρια, τα ανεξέλεγκτα
σεξουαλικά μου ένστικτα: «είναι τόσο φιλήδονη αυτή η γυναίκα, που ξυπνάει το
ζώο μέσα μου κάθε φορά που τη βλέπω»·
- ξύπνησε
μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου, (ιδίως για καταστάσεις)
έφερε στην επιφάνεια τα ζωώδη, τα κατώτερα ένστικτά μου: «η ανέχεια και η
φτώχεια μιας ζωής ξύπνησε μέσα μου το ζώο· γι’ αυτό στο εξής θάνατός σου η ζωή
μου»·
- ο
βασιλιά των ζώων, βλ. λ. βασιλιάς·
- τρώει
σαν ζώο ή τρώει σαν το ζώο, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί
τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την
ευχαρίστηση: «όποτε τον παίρνω μαζί μου σε κάποιο γεύμα, τρώει σαν ζώο και με
κάνει ρεζίλι». Συνών. τρώει σαν γουρούνι.