ζωντανός,
-ή, -ό, επίθ.
[<μσν. ζωντανός <ζῶντα, αιτιατ. μτχ. του ρ. ζῶ], ζωντανός. 1. που
είναι ζωηρός, ενεργητικός, που έχει νεύρο: «ο γιος του είναι ζωντανό παλικάρι
|| υπήρξε ο πιο ζωντανός φοιτητής του φοιτητικού κινήματος». 2. που
είναι έντονος στις αισθήσεις μας: «ο πίνακας ήταν ζωγραφισμένος με ζωντανά
χρώματα». 3. που είναι πολύ παραστατικός: «τον καταλάβαμε όλοι απόλυτα,
γιατί έκανε μια ζωντανή περιγραφή του γεγονότος». 4. που είναι πολύ
φρέσκος: «σήμερα στην ψαραγορά ήταν ζωντανά τα ψάρια». 5. που δεν είναι
καλοψημένος: «ήθελε να ’ναι η μπριζόλα ζωντανή». 6. το θηλ. στον πλ. ως
ουσ. οι ζωντανές, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το απότομα ανέβασμα των
στροφών με την ταχύτητα στο νεκρό σημείο που γίνεται συνήθως για εντυπωσιασμό:
«κάθε φορά που περνάει απ’ τη γειτονιά της σταματάει κάτω απ’ το μπαλκόνι της
και ρίχνει καναδυό τρεις ζωντανές». 7. το ουδ. ως ουσ. το ζωντανό
(βλ. λ). Επίρρ. ζωντανά (βλ. λ). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- είναι
ζωντανή κούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- ζωντανά
λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ζωντανό
τοίχος, βλ. λ. τοίχος·
- ζωντανός
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- ζωντανός
νεκρός, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, βρίσκεται σε κώμα
λόγω βλάβης του εγκεφάλου του: «είχε ένα τροχαίο ατύχημα κι από τότε έμεινε
ένας ζωντανός νεκρός». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει
χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του,
κατάντησε ένας ζωντανός νεκρός». (Λαϊκό τραγούδι: στο σκαλί το τελευταίο την
καταστροφή μου κλαίω· όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός· έχω καταντήσει
μες τον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός // όλα σου τα ’χω δώσει αγάπη
και στοργή, μα εσύ με έχεις κάνει μια ζωντανή νεκρή)·
- θα
σε γδάρω ζωντανό! (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά:
«αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σε γδάρω ζωντανό». Συνών. θα σε κρεμάσω
ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό / θα σε
κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θα
σε θάψω ζωντανό! θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε εξαφανίσω από
το πρόσωπο της γης: «αν πεις κακό για μένα, θα σε θάψω ζωντανό». (Λαϊκό
τραγούδι: το χέρι στην κωλότσεπη κι ο νους μου στην αγάπη, μα θα σε θάψω
ζωντανό σκληρέ Καπετανάκη)·
- θα
σε φάω ζωντανό! βλ. φρ. θα σε γδάρω ζωντανό(!)·
- οι
ζωντανοί με τους ζωντανούς (ενν. και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους), έκφραση
με την οποία προσπαθούμε να παρακινήσουμε να συνεχίσουν να ζουν ενεργά και
δημιουργικά αυτοί που λόγω πένθους δείχνουν παρατημένοι από τη ζωή·
- τον
έγδαρε ζωντανό, α. τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή
σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο: «επειδή δεν άντεχε άλλο να τον ακούει
να βρίζει συνέχεια το φίλο του, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έγδαρε
ζωντανό». Συνών. τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια / τον
κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι. β. του
απέσπασε υπέρογκο χρηματικό ποσό, τον εξάντλησε οικονομικά: «μόλις κέρδισε το
Τζόκερ, έπεσαν όλοι οι συγγενείς απάνω του και τον έγδαραν ζωντανό»·
- τον
έφαγε ζωντανό, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική
βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο: «μόλις τον είδε να χτυπάει γέρο άνθρωπο, έπεσε
απάνω του και τον έφαγε ζωντανό τον παλιοαλήτη»·
- τον
ζωντανό αγάπαγε και τα μνημόσυνα άσ’ τα, βλ. λ. μνημόσυνο.