ζωγραφιστός
κ. ζουφραφιστός,
-ή, -ό, επίθ. [από το θέμα αορ. του ρ. ζωγραφίζω + κατάλ. -τός],
ζωγραφιστός. 1. που είναι πολύ όμορφος, ιδίως που τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του διαγράφονται πολύ όμορφα και έντονα: «είχε ένα ζωγραφιστό πρόσωπο
|| έχει ζωγραφιστά χείλια». Συνών. γραμμένος. 2. λέγεται για
οτιδήποτε είναι πολύ όμορφο, που δίνει την εντύπωση πως είναι ζωγραφιστό: «τα
σπιτάκια στην πλαγιά του βουνού ήταν σαν ζωγραφιστά
- δε
θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, τον αντιπαθώ, τον αποστρέφομαι ή τον
εχθρεύομαι τόσο πολύ, που δεν έχω τη διάθεση να δω ούτε τη ζωγραφιά του, ούτε
την προσωπογραφία του: «μη μου μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε θέλω να
τον δω ούτε ζωγραφιστό»·
- δεν
το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, έχω τέλεια άγνοια γι’ αυτό το αντικείμενο που
μου λένε, δεν ξέρω καν πως είναι. Συνήθως αναφέρεται για χαρτονομίσματα: «δάνεισέ
μου ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. -Δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό».