ζύγι,
το, ουσ.
[<μσν. ζύγιν <ζύγιον, υποκορ. του ουσ. ζυγός], το ζύγι. 1. το
ζύγισμα: «το ’χει σε κακό να μην κλέψει σε κάθε ζύγι που κάνει». 2α.
στον πλ. τα ζύγια, τα τρία ισομερή νήματα, δυο από τα πλάγια και ένα από
την κορυφή που δένονται στις άκρες τους με κόμπο, από τον οποίο αρχίζει ο
σπάγκος της καλούμπας και που χρησιμεύουν για να διατηρεί ο χαρταετός την
ισορροπία του: «επειδή δεν ήταν καλά μελετημένα τα ζύγια, ο χαρταετός έκανε
συνέχεια τούμπες». β. τα σταθμά: «σαν να μην τα λένε καλά τα ζύγια σου!»·
- μ’
έκλεψε στο ζύγι, α. μου έδωσε εμπόρευμα που ήταν λιγότερα κιλά από όσα
πλήρωσα: «δεν πρόσεξα την ώρα που ζύγιαζε τις ντομάτες και μ’ έκλεψε στο ζύγι».
β. με εξαπάτησε, με ξεγέλασε, ιδίως σε κάποια μοιρασιά: «την ώρα που
έκανε τη μοιρασιά ήμουν αφηρημένος κι έπειτα διαπίστωσα πως μ’ έκλεψε στο ζύγι»·
- μ’
έφαγε στο ζύγι, βλ. φρ. μ’ έκλεψε στο ζύγι.