ζοχάδα,
η, ουσ. [όψιμο
μσν. ζοχάδα <ἐσοχάδα], η αιμορροΐδα· συνήθως στον πλ. οι ζοχάδες, η
έντονη νευρική υπερδιέγερση, η κακή ψυχική διάθεση που εκδηλώνεται με
δυστροπία: «γιατί τέτοιες ζοχάδες σήμερα;»·
- είμαι
στις ζοχάδες μου, βλ. φρ. έχω ζοχάδες·
- έχω
ζοχάδες ή έχω
τις ζοχάδες μου, έχω τα νεύρα μου, είμαι νευριασμένος, βρίσκομαι σε κακή
ψυχική ή ψυχολογική κατάσταση και αντιδρώ δύστροπα: «μη με κολλάς, γιατί έχω
τις ζοχάδες μου».