ζουρνάς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. zurna], λαϊκό πνευστό όργανο, που χρησιμοποιείται κυρίως σε υπαίθριες
εορταστικές εκδηλώσεις ή γλέντια, η πίπιζα: «ο ήχος του ζουρνά είναι οξύς και
διαπεραστικός (Λαϊκό τραγούδι: με νταούλια και ζουρνάδες θα
καούν οι μαχαλάδες)·
- είναι
η τελευταία τρύπα του ζουρνά, βλ. λ. τρύπα·
- ζόρ’
ζουρνάς, βλ. λ. ζόρι·
- κόψε
το ζουρνά, σταμάτα τις κλάψες, την γκρίνια, τη μουρμούρα: «κόψε, επιτέλους,
το ζουρνά, γιατί μ’ έπιασε πονοκέφαλος». Από το ότι ο ήχος του ζουρνά είναι
οξύς και διαπεραστικός.