ζούρλα,
η ουσ.
[<ζουρλός + κατάλ. -α], η ζούρλα. 1. η τρέλα, η παλαβομάρα: «όταν τον
πιάνει η ζούρλα, γίνεται άλλος άνθρωπος». 2. η παράλογη πράξη, το
ξεμυάλισμα: «άσε τις ζούρλες και προχώρησε τη δουλειά αργά και συστηματικά ||
του ’ρθε μεγάλη ζούρλα στα εξήντα του για μια εικοσάρα και διέλυσε την
οικογένειά του». 3. (ειρωνικά) η μεγάλη μανία, το μεγάλο πάθος για κάτι:
«η μεγάλη ζούρλα του είναι το υποβρύχιο ψάρεμα || η ζούρλα του είναι τ’
αγωνιστικά αυτοκίνητα». 4. (γενικά) κάθε παράξενη ή εκκεντρική
συμπεριφορά: «η ζούρλα του είναι να ντύνεται παρδαλά και να κυκλοφορεί εκεί που
συχνάζει κόσμος»·
- γίνεται
ζούρλα, επικρατεί αφόρητη, εκνευριστική κατάσταση, ιδίως από πολυκοσμία:
«σήμερα, πρώτη μέρα των εκπτώσεων, γινόταν ζούρλα στην αγορά»·
- είναι
ζούρλα, βλ. φρ. έχει ζούρλα·
-
έχει ζούρλα,
είναι ζουρλός, τρελός, παλαβός: «πρόσεχε πώς θα τον συμπεριφερθείς, γιατί έχει
ζούρλα ο άνθρωπος»·
- έχει
ζούρλα με...., έχει πάθος με...: «ο τάδε έχει ζούρλα με τα σπορ αυτοκίνητα
|| κάθε Κυριακή είναι στο γήπεδο, γιατί έχει ζούρλα με το ποδόσφαιρο»·
- ζούρλα
που τον δέρνει! επιφωνηματική έκφραση για τις ενέργειες ζουρλού ατόμου·
- κάνει
ζούρλες, βλ. φρ. κάνει ζουρλαμάρες, λ. ζουρλαμάρα·
- λέει
ζούρλες, βλ. φρ. λέει ζουρλαμάρες, λ. ζουρλαμάρα.