ζουπηχτός,
-ή, -ό, επίθ.
[μτχ. του ρ. ζουπώ], ο ζουπηχτός. 1. που έχει συλληφθεί: «έγινε
ζουπηχτός απ’ την αστυνομία την ώρα που γύριζε στο σπίτι του». 2. που
είναι στριμωγμένος, που δε βρίσκεται σε ευρυχωρία: «πώς να μη τσαλακωθούν τα
ρούχα, αφού τα ’βαλες ζουπηχτά σε μια τόση δα βαλίτσα!»·
- με
κάνουν ζουπηχτό, με συλλαμβάνουν βίαια: «δε θα μπορέσουν να με κάνουν
εύκολα ζουπηχτό».