ζουμί,
το, ουσ.
[<μσν. ζουμίν <μτγν. ζωμίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ζωμός], το ζουμί. 1.
η ουσία, το συμπέρασμα, ό,τι προκύπτει από τη διαδικασία της επεξεργασίας και
περιέχει συμπυκνωμένο το σύνολο: «το ζουμί της υπόθεσης είναι ότι γνώρισα έναν
σωστό άνθρωπο || αφού με παίδεψε μια ώρα με πολυλογίες, έφτασε και στο ζουμί
της ιστορίας». 2. το υλικό όφελος, το κέρδος: «αν έχει ζουμί η δουλειά,
τότε να πάρω κι εγώ μέρος». Από το ότι στο ζουμί βρίσκονται τα κύρια συστατικά
κάθε τροφής που βράζεται ή στύβεται. 3α. στον πλ. τα ζουμιά, το
αντρικό σπέρμα: «την τελευταία στιγμή τραβήχτηκα και τη γέμισα με τα ζουμιά
μου». β. τα αίματα: «έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε τα ζουμιά από το
πρόσωπό μου». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- βάζω
ζουμί, αναλαμβάνω τις σωματικές μου δυνάμεις, δυναμώνω: «μόλις έβαλε λίγο
ζουμί, άρχισε πάλι τα ξενύχτια»·
- βράζει
στο ζουμί του, α. ταλαιπωρείται υπερβολικά, τυραννιέται: «χρόνια
τώρα βράζει στο ζουμί του για να μπορέσει να σπουδάσει τα παιδιά του». β.
νιώθει μεγάλη στενοχώρια, ζήλια ή και θυμό του για τις επιτυχίες κάποιου, χωρίς
να το εξωτερικεύει: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο,
βράζει στο ζουμί του». γ. ζει φτωχικά, μαστίζεται από τη φτώχεια: «απ’
τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, βράζει στο ζουμί του». (Τραγούδι: οι
Έλληνες είναι λαός με βίτσια και ψωνάρα γι’ αυτό τους μούτζωσ’ ο θεός, τους
έριξε κατάρα κι αφού πολύ δοξάστηκαν κι έφτασαν στην ακμή τους, τους έσπασε ο
τσαμπουκάς και βράζουν στο ζουμί τους)·
- βράσ’
το και πιες το ζουμί του! το αντικείμενο, το πράγμα για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι εντελώς άχρηστο, οπότε πάψε να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό: «μωρέ, βράσ’
το και πιες το ζουμί του, που στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπραμα που έχασες!»·
- βράσ’
τον και πιες το ζουμί του! είναι εντελώς ανάξιος, γι’ αυτό πάψε να
ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν: «αφού το ξέρεις πως είναι παλιάνθρωπος, βράσ’ τον κι
εσύ και πιες το ζουμί του!»·
- δε
βγαίνει ζουμί, α. δεν υπάρχει όφελος, δεν υπάρχει κέρδος: «θα το
κλείσω εκείνο το μαγαζάκι που έχω, γιατί δε βγαίνει πια ζουμί». β. δε
βγαίνει συμπέρασμα: «όπως και να μου τα πεις τα πράγματα, δε βγαίνει ζουμί»·
- εδώ
είναι το ζουμί ή εδώ είναι όλο το ζουμί, σε αυτή ακριβώς τη
συγκεκριμένη δουλειά βρίσκεται όλο το όφελος, όλο το κέρδος: «πρέπει να
ασχοληθούμε με εμπόριο κομπιούτερ, γιατί, στο εξής, εδώ είναι όλο το ζουμί»·
- είναι
πάνω στο ζουμί του, βρίσκεται σε νεαρή ηλικία, βρίσκεται στο άνθος της
ηλικίας του: «άσε το παιδί να γλεντήσει τώρα που βρίσκεται πάνω στο ζουμί του!»·
- έλα
στο ζουμί, έλα στο κυρίως θέμα, στην κυρίως υπόθεση, χωρίς πολλές
λεπτομέρειες πες μου τι θέλεις: «άφησε τα πολλά λόγια κι έλα στο ζουμί»·
- η
γριά η κότα έχει το ζουμί, από σεξουαλική άποψη, η ώριμη γυναίκα παρουσιάζει
περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί είναι πιο έμπειρη από τη νέα: «του αρέσουν οι
μεγάλες οι γυναίκες, γιατί η γριά η κότα έχει το ζουμί»·
- η
παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. φρ. η γριά η κότα έχει το ζουμί·
- κρέας
μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, βλ. λ. κρέας·
- με
πιάνουν τα ζουμιά, αρχίζω να κλαίω από συγκίνηση: «κάθε φορά που βλέπω
κάποιο δραματικό έργο, με πιάνουν τα ζουμιά»· βλ. και φρ. με παίρνουν τα
ζουμιά·
- με
παίρνουν τα ζουμιά, α. αρχίζω να αιμορραγώ, ιδίως μετά από δυνατό χτύπημα
στο πρόσωπο: «με την πρώτη γροθιά που έφαγα στη μύτη, με πήραν τα ζουμιά». β.
(για γυναίκες) λερώνομαι από το αντρικό σπέρμα: «την τελευταία στιγμή τραβήχτηκε,
αλλά με πήραν τα ζουμιά στο φόρεμα»· βλ. και φρ. με πιάνουν τα ζουμιά·
- μου
πάει ζουμί, α. έχω έντονη διάρροια: «έφαγα κάτι που με πείραξε κι
όλο του βράδυ μου πήγε ζουμί». Συνών. μου πάει νερό (α) / μου πάει τσίρλα
(α). β. φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «μόλις τον είδα με το
μαχαίρι στο χέρι, μου πήγε ζουμί». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου
πάει έξι και μία / μου πάει νερό (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι
/ μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει
τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπαίνω
στο ζουμί, μπαίνω στην ουσία ενός θέματος: «μια ώρα μου μιλάς κι ακόμη δεν
μπήκες στο ζουμί της υπόθεσης»·
- πάνω
στο ζουμί, στο επίκαιρο σημείο, τη στιγμή που η υπόθεση ή η κατάσταση
άρχιζε να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον: «ήταν έτοιμος να μας τα πει όλα, αλλά
πάνω στο ζουμί τον φώναξε ο πατέρας του κι έφυγε || την πήγα στο δωμάτιο κι
αρχίσαμε τα ζαχαρώματα, αλλά πάνω στο ζουμί ήρθαν οι γονείς μου και φύγαμε όπως
όπως»·
- σιγοβράζει
στο ζουμί του, βλ. φρ. βράζει στο ζουμί του·
- τι
’ν’ ο κάβουρας τι ’ν’ το ζουμί του! βλ. λ. κάβουρας·
- τσιγαρίζεται
στο ζουμί του, βλ. φρ. βράζει στο ζουμί του.