άκλαυτος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄκλαυτος], που δεν τον έκλαψε, δεν τον θρήνησε κανείς·
- πήγε
άκλαυτος, α. πέθανε έρημος και μόνος (δεν υπήρχε κανένας δηλ. να
κλάψει, να θρηνήσει για το θάνατό του): «όταν ήταν πλούσιος, είχε ένα σωρό
παρέες, αλλά σαν ξέπεσε, πήγε άκλαυτος ο φουκαράς». β. πέθανε εντελώς
απρόσμενα (τόσο απρόσμενα, που δεν πρόλαβε δηλ. κανένας να συνειδητοποιήσει το
θάνατό του για να κλάψει, να θρηνήσει): «μου φαίνεται εντελώς απίστευτο, γιατί
μέχρι πριν από λίγο ήμασταν μαζί και πήγε άκλαυτος».