ζοριλίκι,
το, ουσ.
[<ζόρι + κατάλ. -ιλίκι], η αγριάδα, η επιθετικότητα, που επιδεικνύεται με
χυδαίο και προκλητικό τρόπο, για να κάνουμε κάποιον να φοβηθεί ή για να του
επιβληθούμε: «νόμιζε πως θα με τρόμαζε με το ζοριλίκι του». (Λαϊκό τραγούδι: να
’σαι κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι, για μαύρα μάτια ζόρικα να
’χεις το νταηλίκι)·
- δε
σηκώνω ζοριλίκι ή δε σηκώνω ζοριλίκια, δε δέχομαι, δεν ανέχομαι, δεν
τρομάζω από την επίδειξη της άγριας ή της επιθετικής συμπεριφοράς κάποιου:
«εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δε σηκώνω ζοριλίκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι
ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δε σήκωνε ζοριλίκι, έκοβε απ’ τους μάγκες το
ένα το μανίκι)·
- πουλώ
ζοριλίκι ή πουλώ ζοριλίκια, προσποιούμαι τον άγριο, το νταή,
επιδεικνύω με φτηνό τρόπο τη δύναμή μου, προκαλώ χωρίς λόγο μόνο και μόνο για
να επιβληθώ: «σε μένα μην πουλάς ζοριλίκι, γιατί έχω τον τρόπο να σε βάλω στη
θέση σου»·
- σε
μας ζοριλίκια δεν περνάνε ή σε μένα ζοριλίκια δεν περνάνε, α. δεν
πτοούμαι από τις απειλές, τους εκβιασμούς, δεν επηρεάζομαι από τη σκληρή στάση
που κρατάει κάποιος απέναντί μου: «κάτσε καλά, γιατί σε μένα ζοριλίκια δεν
περνάνε». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση με την έννοια ότι, αν
εξακολουθήσεις να με συμπεριφέρεσαι με ζοριλίκι, θα σε αντιμετωπίσω με τον ίδιο
τρόπο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.