ζόρικος,
-η κ. -ια,
-ο, επίθ. [<ζόρι + κατάλ. -ικος]. 1. που παρουσιάζει δυσκολίες
και που πρέπει κανείς να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες για να τις ξεπεράσει,
που είναι πολύ δύσκολος: «φέτος είναι πολύ ζόρικες οι εξετάσεις || είναι
ζόρικη κατασκευή και θέλει πολλή προσοχή». (Λαϊκό τραγούδι: μες στο σπίτι
μου για σένα όλοι με μαλώνουνε και με ζόρικες κουβέντες που με
φαρμακώνουνε).2. που είναι δύστροπος, δύσκολος, βίαιος,
σκληρός, αυστηρός, ασυμβίβαστος, που δε σηκώνει εύκολα αστεία: «αυτός ο
άνθρωπος έχει πολύ ζόρικο χαρακτήρα και δεν κάνει για παρέα». (Λαϊκό τραγούδι:
είναι ζόρικος και μπελαλής στον Βοτανικό ο πιο νταής). 3.
που προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση: «είδα ένα πολύ ζόρικο έργο ||
χτες βράδυ ήμουν σ’ ένα πολύ ζόρικο γλέντι». 4. Επίρρ. ζόρικα, α.
πάρα πολύ δύσκολα: «πώς τα πας οικονομικά; -Ζόρικα». β. πάρα πολύ
καλά, πάρα πολύ ευχάριστα, πάρα πολύ όμορφα. (Λαϊκό τραγούδι: να ’σαι
κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι, για μαύρα μάτια ζόρικα να ’χεις
το νταηλίκι)·
- είμαι
ζόρικα, βλ. φρ. περνώ ζόρικα·
- είναι
ζόρικα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ζόρικια
γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- ζόρικο
πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνω
το ζόρικο, προσποιούμαι τον νταή, τον παλικαρά: «εμένα μη μου κάνεις το
ζόρικο, γιατί ξέρω τι κλάνας είσαι». (Λαϊκό τραγούδι: κάνουν το ζόρικο,
τον αιμοβόρικο και ξεπερνούν μωρό και γέρο, σαν δουν πιστόλι οι τρεις
Καμπαλέρος)·
- περνώ
ζόρικα, α. περνώ πολύ δύσκολα, αντιμετωπίζω σοβαρές δυσκολίες: «απ’
τη μέρα που έχασα τον πατέρα μου, περνώ ζόρικα». β. περνώ πάρα πολύ
καλά, πάρα πολύ ευχάριστα: «χτες βράδυ στα μπουζούκια περάσαμε ζόρικα»·
- τα
βρήκα ζόρικα, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε κάποια
δουλειά ή υπόθεση: «όταν τα βρήκα ζόρικα, ζήτησα τη βοήθεια του φίλου μου ||
νόμισα πως ήταν εύκολη δουλειά να τον πείσω, αλλά τα βρήκα ζόρικα || πήγα
αδιάβαστος στις εξετάσεις και τα βρήκα ζόρικα». Συνών. τα βρήκα αγγούρια /
τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα / τα βρήκα μπαστούνια / τα βρήκα σκούρα / τα βρήκα
σκούρα τα πράγματα / τα βρήκα στενά / τα βρήκα στενά τα πράγματα· βλ. και
φρ. τη βρίσκω ζόρικα·
- τα
βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα·
- τη
βρίσκω ζόρικα, ευχαριστιέμαι πάρα πολύ, ικανοποιούμαι απόλυτα: «με τη νέα
παρέα που γνώρισα, τη βρίσκω ζόρικα || έπιασα μια καινούρια γκόμενα και τη
βρίσκω ζόρικα μαζί της»· βλ. και φρ. τα βρήκα ζόρικα.