ζόρι,
το, ουσ.
[<τουρκ. zor], το ζόρι. 1. η καταναγκαστική πίεση, η βία, ο
καταναγκασμός: «ό,τι και να κάνει, το κάνει μόνο ύστερα από ζόρι». 2. η
ανάγκη, η δυσχέρεια, η δυσκολία: «τέτοιο ζόρι πρώτη φορά αντιμετωπίζω στη ζωή
μου». 3. στον πλ. τα ζόρια, οι οικονομικές δυσχέρειες, οι
οικονομικές στενοχώριες: «δε θα μπορέσει να κρατήσει τη δουλειά του με τόσα
απανωτά ζόρια». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- βάζω
ζόρι, καταβάλλω αυξημένη σωματική δύναμη, προσπάθεια, για να καταφέρω κάτι:
«έβαλα ζόρι για να σηκώσω αυτό το μπαούλο»·
- βρίσκω
ζόρι, α. συναντώ αντίσταση: «βρήκα ζόρι μέχρι να σπάσω την πόρτα». β.
συναντώ την ψυχική αντίσταση κάποιου: «βρήκα ζόρι μέχρι να τον πείσω ν’
αποσύρει τη μήνυση που σ’ έκανε»·
- δεν
τραβώ ζόρι, δε με νοιάζει για τίποτε, αδιαφορώ: «ό,τι και να γίνεται σ’
αυτόν τον παλιόκοσμο, δεν τραβώ ζόρι». (Τραγούδι: μέσα στην κρεαταγορά τρεις
μάγκες τσιλιαδόροι φουμάραν παλιοτσίγαρα, γινόντουσαν βαπόρι, φουμάραν
παλιοτσίγαρα και δεν τραβούσαν ζόρι)·
- έχω
ένα ζόρι! ή έχω κάτι ζόρια! βλ. φρ. τραβώ ένα ζόρι(!)·
- έχω
ζόρι, έχω άμεση ανάγκη να αφοδεύσω: «έφυγε τρέχοντας για το αναγκαίο, γιατί
είχε ζόρι»·
- έχω
ζόρια, έχω οικονομικές δυσχέρειες: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή,
γιατί έχω μεγάλα ζόρια»·
- ζόρ’
ζουρνά, λέγεται σε περίπτωση που γίνεται κάτι με καταναγκαστική πίεση,
καταναγκαστικά: «εγώ ζόρ’ ζουρνά δεν κάνω τίποτα». Από την εικόνα του ατόμου
που το υποχρεώνουν να χορέψει με τους ήχους του ζουρνά· βλ. και φρ. με το
ζόρι ·
- ζόρι
τραβάς; βλ. φρ. τι ζόρι τραβάς(;)·
- με
σφίγγει ζόρι, βλ. φρ. έχω ζόρι·
- με
σφίγγουν τα ζόρια, βλ. λ. φρ. έχω ζόρια·
- με
(τα) χίλια ζόρια, α. ύστερα από πολλές προσπάθειες, από πολλές
δυσκολίες: «κατάφερε κι αυτός με τα χίλια ζόρια ν’ αγοράσει ένα σπιτάκι». β.
ύστερα από επίμονες πιέσεις: «τον έπεισα με τα χίλια ζόρια ν’ αποσύρει τη
μήνυση που σου ’χε κάνει»·
- με το
ζόρι, α. με καταναγκαστική πίεση, καταναγκαστικά: «με το ζόρι δεν
κάνω τίποτα». β. με κόπο, με δυσκολία: «με το ζόρι κατάφερα κι εγώ ν’
αγοράσω ένα αυτοκινητάκι». (Λαϊκό τραγούδι: στις λέσχες και στα καμπαρέ
πέρναγε η μπογιά μου και με το ζόρι, μάγκα μου, τραβούσα τα λεφτά μου).
γ. με επίμονες πιέσεις: «δεν ήθελε να ’ρθει, αλλά τον έφερα με το ζόρι»·
- με
το ζόρι παντρειά γίνεται; Δε γίνεται, δεν κάνει κανείς κάτι σωστά, όταν δεν
έχει κέφι ή όταν δε θέλει να το κάνει: «τον πίεσα να μου τελειώσει μια δουλειά
και την έκανε σαν τα μούτρα του. -Με το ζόρι παντρειά γίνεται; Δε γίνεται».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- με
το ζόρι παντρειά, με εξαναγκασμό, με τη βία. (Δημοτικό τραγούδι: δεν την
παίρνω, θα την πάρεις, άλλα λόγια λέτε, βρε παιδιά, τι καμώματα είναι τούτα, με
το ζόρι παντρειά)·
- περνώ
ζόρια, βλ. φρ. έχω ζόρια·
- τι
ζόρι τραβάς; α. τι σου συμβαίνει(;): «τι ζόρι τραβάς κι είσαι από το
πρωί με κατεβασμένα μούτρα;». β. τι σε ενδιαφέρει; γιατί νοιάζεσαι τόσο
πολύ; γιατί χώνεσαι εκεί που δε σε αφορά(;): «τι ζόρι τραβάς και μου κάνεις
παρατήρηση για το πώς συμπεριφέρομαι; || τι ζόρι τραβάς κι ενδιαφέρεσαι ποιος
έχει δίκιο και ποιος άδικο;». Συνήθως στη δεύτερη περίπτωση, της φρ.
προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το εσύ τώρα ή το τώρα εσύ·
- τραβάς
κανένα ζόρι; βλ.
φρ. τι ζόρι τραβάς(!)·
-
τραβώ ένα ζόρι! ή
τραβώ κάτι ζόρια! δυσκολεύομαι, πιέζομαι πάρα πολύ, ιδίως οικονομικά:
«μ’ όλη αυτή την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά, τραβώ κάτι ζόρια!». Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι ζόρι! ή το μα τι ζόρια! ή με το που
δε λέγεται ή με το που δε λέγονται.