ζιζάνιο,
το, ουσ.
[<μτγν. ζιζάνιον], το ζιζάνιο. 1. (με συμπάθεια) αυτός που φέρνει
τους άλλους συστηματικά σε δύσκολη θέση, που σκαρώνει ζαβολιές, σκανδαλιές, το
πειραχτήρι: «ο τάδε είναι το πιο μεγάλο ζιζάνιο της παρέας». (Τραγούδι: ανήσυχο,
θερμόαιμο ζιζάνιο,γεμάτο φλόγα, αίσθημα μεράκι, πικάντικο,
ανεκτίμητο και σπάνιο, τ’ αγόρι το δικό μου τ’ αγοράκι). 2. μικρό
άτακτο, ζωηρό παιδί: «είναι τόσο ζιζάνιο, που δεν κάθεται στιγμή ήσυχο στη θέση
του». 3α. στον πλ. τα ζιζάνια, τα νεύρα, η εριστική διάθεση που
δημιουργεί καβγάδες: «περίμενε να του περάσουν πρώτα τα ζιζάνιά του και μετά του
λες αυτό που θέλεις». β. η αιτία ή η αφορμή που οδηγεί σε καβγά, σε
διαπληκτισμό: «από την ημέρα που έμπλεξε μ’ αυτή την παρέα, μπήκαν ζιζάνια στη
σχέση μας»·
- βάζω
ζιζάνια, βλ. φρ. σπέρνω ζιζάνια·
- σπέρνω
ζιζάνια, ενεργώ διασπαστικά, δημιουργώ έριδες, διχόνοιες σε ένα κύκλο
ανθρώπων, ιδίως μέσα σε μια παρέα: «απ’ τη μέρα που άρχισε να σπέρνει ζιζάνια ο
τάδε, διέλυσε την παρέα μας».