ζημιά
κ. ζημία, η,
ουσ. [<αρχ. ζημία], η ζημιά. 1. η υλική καταστροφή: «η Θεσσαλονίκη
έπαθε μεγάλη ζημιά από τους σεισμούς του 1978 || τράκαρα τ’ αμάξι μου κι έπαθε
μεγάλη ζημιά». (Λαϊκό τραγούδι: σαν μαρσάρω την Τετάρτη, μην τρομάξεις στις
στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές). 2. η
οικονομική απώλεια, η οικονομική χασούρα: «το μήνα που μας πέρασε, είχα
πεντακόσιες χιλιάδες ζημιά στο μαγαζί». 3α. το κακό, κάθε κακόβουλη ή
υστερόβουλη ενέργεια, κατάσταση ή ύπαρξη, που προξενεί αρνητικά αποτελέσματα:
«μεγάλη ζημιά η τσιγγουνιά || το υπονοούμενο που πέταξε στον άλλον, ήταν ζημιά
για την υπόθεσή μου». (Τραγούδι: η γυναίκα είναι ζημιά,μην
μπλεχτείτε με καμιά ). β. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλο πόνο, μεγάλη
οδύνη: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Πω πω
ζημιά!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δε σε μισώ, μονάχα σε λυπάμαι μήπως σου τύχει
στο ντουνιά καμιά ζημιά και δίπλα σου δε θα ’μαι). 4. (για
πρόσωπα) ο τραυματισμός, το πλήγωμα: «του ’δωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και του
’κανε σοβαρή ζημιά». 5. ο λογαριασμός σε ουζερί, ταβέρνα, εστιατόριο,
κέντρο διασκεδάσεως ή γενικά από αγορά υλικών αγαθών: «για πες μας τώρα, πόση
είναι η ζημιά για να πληρώσουμε;». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αμάν
ζημιά! βλ. φρ. πω πω ζημιά(!)·
- η
ελευθερία με ζημιά είναι πολυτιμότερη από τη δουλεία με κέρδος, βλ. λ. ελευθερία·
- θα
γίνει (μεγάλη) ζημιά, α. (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα
επακολουθήσει (μεγάλο) κακό, (μεγάλη) καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις το φίλο
μου, θα γίνει μεγάλη ζημιά». β. θα επακολουθήσει μεγάλο γλέντι, θα
διασκεδάσουμε πολύ, θα γίνει μεγάλο νταβαντούρι: «έλα κι εσύ το βράδυ στο
πάρτι, γιατί θα γίνει μεγάλη ζημιά»·
- θα
σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα προκαλέσω
(μεγάλη) καταστροφή σε βάρος σου. (Λαϊκό τραγούδι: βρε ντουνιά να σου δώσω
μια να σου κάνω μεγάλη ζημιά )·
- κάνω
ζημιά ή κάνω τη ζημιά, (στη γλώσσα της αργκό) έχω μεγάλη επιτυχία,
έχω πέραση, είμαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκαλώ σάλο: «έκανε τη
ζημιά με τον πρώτο δίσκο που έβγαλε κι από τότε έγινε περιζήτητος || έκανες
ζημιά χτες βράδυ στο πάρτι του τάδε»· βλ. και φρ. κάνω ζημιές·
-
κάνω ζημιές, είμαι
ζημιάρης (βλ. λ.)·
- ούτε
γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
- παθαίνω
ζημιά, α. χάνω χρήματα: «έπαθα ζημιά με την υποτίμηση της δραχμής».
(Λαϊκό τραγούδι: ζημιά μεγάλη έπαθα,τι θέλετε να κάνω
μες στις χιλιάδες τους φτωχούς και ένας παραπάνω). β. μου συμβαίνει
κάτι κακό, κάτι δυσάρεστο: «παθαίνω ζημιά, κάθε φορά που βλέπω ν’ αντιμιλάει
τους γονείς του». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά μου έπαθα ζημιά από
γυναίκα που την είχα εμπιστοσύνη, μες τη ζωή μου δε μου την έσκασε καμιά κι
αφού την έπαθα, ρε φίλε, τι να γίνει)·
- παθαίνω
τη ζημιά, α. με απατά ο ερωτικός μου σύντροφος, με απατά το ταίρι
μου: «έπαθε τη ζημιά απ’ τη γυναίκα του και δεν έχει μούτρα να δει άνθρωπο». β.
ερωτεύομαι σφόδρα. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς την έπαθα και πάλι τη
ζημιά, πάνω που έλεγα να σβήσω τα παλιά)·
- πω
πω ζημιά! α. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη ή στενοχώρια
για μεγάλο κακό ή για το μέγεθος κάποιας καταστροφής. β. λέγεται και με
ειρωνική διάθεση. γ. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη για
κάτι, που προκαλεί πολύ κέφι, διασκέδαση, ευχαρίστηση: «χτες βράδυ ήμασταν στα
μπουζούκια όλη η παλιά παρέα και κάναμε ένα εκατομμύριο λογαριασμό. -Πω πω
ζημιά! || πω πω ζημιά, πώς τα καταφέρνεις και μαγειρεύεις τόσο νόστιμα!»·
- της
έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, (για γυναίκες) της επέβαλα
τη σεξουαλική πράξη, της πήρα την παρθενιά ή την άφησα έγκυο: «απ’ τη μέρα που
της την έκανε τη ζημιά, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω του || της έκανε τη ζημιά
και τώρα σκέφτεται να την παντρευτεί»·
- του
’κανα ζημιά, του προξένησα φθορά ή οικονομική χασούρα: «βγήκα απότομα απ’
τη στροφή κι έπεσα με τη μούρη στα πλευρά του αυτοκινήτου του. -Του ’κανες
ζημιά; || του ’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του έδωσα λάθος πληροφορίες και
παράγγειλε σκάρτο εμπόρευμα». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου
σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά μου, κόβει το ψωμί μου)·
- του
’κανα τη ζημιά ή του την έκανα τη ζημιά, α. τον ξεγέλασα, τον
εξαπάτησα: «απ’ τη μέρα που του την έκανα τη ζημιά, μ’ έχει στη μπούκα του
κανονιού». β. του προξένησα οικονομική βλάβη, οικονομική χασούρα: «του
’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του ’δωσα λάθος πληροφορία και παράγγειλε
σκάρτο εμπόρευμα».