ζηλεύω,
ρ. [<αρχ.
ζηλεύω], ζηλεύω·
- κάλλιο
να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, είναι προτιμότερο να αντιμετωπίζει
κανείς τη ζήλια των ανθρώπων παρά τον οίκτο τους: «αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι
να περνώ καλά κι ας τον κόσμο να λέει, γιατί κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε
λυπούνται».