άκεφος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + κέφι + κατάλ. -ος], που δεν έχει κέφι, που δεν έχει χαρούμενη
ψυχική διάθεση, που δεν είναι ευδιάθετος, που είναι κακοδιάθετος: «ο άκεφος
άνθρωπος κάνει μπαμ από μακριά». Επίρρ. άκεφα·
-
είμαι άκεφος, δεν
έχω κέφι, δεν έχω χαρούμενη ψυχική διάθεση, δεν είμαι ευδιάθετος, είμαι
κακοδιάθετος: «όταν είμαι άκεφος, δεν έχω την παραμικρή όρεξη για δουλειά».