ζεύκι,
το, ουσ.
[<τουρκ. zevki], (στη γλώσσα της αργκό) διασκέδαση, φαγοπότι, τσιμπούσι:
«χτες βράδυ στο σπίτι του τάδε είχαμε καλό ζεύκι»·
- το
κρασί είναι για τα ζεύκια κι η ψωλή για τα ξαδέρφια, βλ. λ. ψωλή·
- τον
κάνω ζεύκι, διασκεδάζω με τις ανοησίες του, μου φτιάχνει το κέφι: «ευτυχώς
που ήταν κι ο τάδε και τον κάναμε ζεύκι, γιατί αλλιώς θα κοιμόμασταν όρθιοι απ’
τη βαρεμάρα».