ζευγάρωμα,
το, ουσ.
[<ζευγαρώνω], το ζευγάρωμα. 1α. το συνταίριασμα, το σμίξιμο ενός άντρα
και μιας γυναίκας, ώστε να αποτελέσουν ζευγάρι: «όλοι χαρήκαμε με το ζευγάρωμα
αυτών των δυο παιδιών». β. η ερωτική σχέση του ζευγαριού: «απ’ τη μέρα
που τα ’φτιαξε με την τάδε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ζευγάρωμα». 2. (για
ζώα) η πράξη για την αναπαραγωγή τους: «έχει πάει τη σκυλίτσα του για
ζευγάρωμα»·
-
βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, οτιδήποτε γίνεται βιαστικά, βγαίνει ελαττωματικό, με
προβλήματα: «μην κάνεις βιαστική δουλειά, γιατί βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί
θα βγάλει». Συνών. η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει / όποιος
βιάζεται, σκοντάφτει / όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή.