ζευγάρι,
το, ουσ.
[<αρχ. ζευγάριον, υποκορ. του αρχ. ζεῦγος], το ζευγάρι. 1. άντρας και
γυναίκα που συνδέονται με ερωτικό δεσμό ή που είναι παντρεμένοι, το ζεύγος:
«ταιριαστό ζευγάρι». 2α. (για ζώα) που είναι ζεμένα μαζί: «ένα ζευγάρι
βόδια || ένα ζευγάρι άλογα». β. που είναι ένα αρσενικό και ένα θηλυκό:
«έχω ένα ζευγάρι κουνέλια» 3. σε θέση επίρρ. μαζί: «αυτά τα δύο πάνε
ζευγάρι, γιατί αν πάρεις εσύ το ένα, τ’ άλλο δε θα μπορεί να πουληθεί μοναχό
του». Υποκορ. ζευγαράκι, το (βλ. λ.)·
- αυτός
είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
-
γίναμε ζευγάρι, (για
άντρες και γυναίκες μαζί) συνδεθήκαμε με ερωτικό δεσμό ή παντρευτήκαμε: «απ’ τη
μέρα που γνωριστήκαμε, γίναμε ζευγάρι || την άλλη Κυριακή θα γίνουν ζευγάρι
στην τάδε εκκλησία». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, γλυκιά μου βλάμισσα – αμάν, αμάν,
να γίνουμε ζευγάρι· οι μάγκες θα μας έχουνε – αμάν, αμάν, το μόνο τους
καμάρι)·
- κάνουν
καλό ζευγάρι, α.
(για άντρες και
γυναίκες μαζί) αποτελούν ταιριαστό ζευγάρι: «ο τάδε με την τάδε κάνουν καλό
ζευγάρι». β. (γενικά για πρόσωπα) αποτελούν ταιριαστό συνδυασμό: «οι δυο
καινούριοι παίχτες που πήραμε για το κέντρο κάνουν καλό ζευγάρι»·
- κάνω
ζευγάρι, οργώνω με αλέτρι: «αύριο θα κάνω ζευγάρι το τελευταίο χωράφι που
μου έμεινε». Ίσως από το ότι, συνήθως, το όργωμα γινόταν από δυο ζώα, κατά
προτίμηση βόδια.