ακεφιά,
η, ουσ.
[<άκεφος + κατάλ. -ιά], η έλλειψη καλής ψυχικής διάθεσης, η κακοδιαθεσία: «η
παρατεταμένη ακεφιά μπορεί να αποδειχτεί βλαπτική για την ανθρώπινη υγεία»·
- έχω
ακεφιά ή έχω ακεφιές, δεν έχω χαρούμενη ψυχική διάθεση, δεν είμαι
ευδιάθετος: «όταν έχω ακεφιές, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: συννεφιές,
συννεφιές, όταν δε σε βλέπω έχω ακεφιές).