ζεμπίλι,
το, ουσ.
[<τουρκ. zempil], μεγάλος πλεκτός σάκος από ψάθα ή χοντρό ύφασμα με δυο
χερούλια για πρόχειρες μεταφορές: «κουβαλάει τα τρόφιμα στο σπίτι του με το
ζεμπίλι»·
- βγάζει
λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
-
έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
- του
τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, βλ. λ. Θεός.