ζαχαροπλάστης,
ο, ουσ.
[<ζάχαρη + πλάστης], ο ζαχαροπλάστης·
- μάνα
μου, τι ’ταν ο μπαμπάς σου, ζαχαροπλάστης! θαυμαστικό πείραγμα σε γλυκύτατη
και πανέμορφη γυναίκα, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πρβλ.: ω
ω ω, ζαχαροπλάστη ω ω ω είχες μπαμπά, ω ω ω κι έκανε μάτια, μάτια τόσο
γλυκά (Τραγούδι).