ζαριά,
η, ουσ.
[<ζάρι + κατάλ. -ιά]. 1. το παίξιμο, το ρίξιμο των ζαριών από τον
παίχτη: «στην τελευταία ζαριά ποντάρισε όλα τα λεφτά του». 2.
παρακινδυνευμένη επιχείρηση, παράτολμο εγχείρημα, όπου όλα εναποτίθενται στην
τύχη, χωρίς άλλες εγγυήσεις: «αν θέλεις τη γνώμη μου, πρόσεχε, γιατί η δουλειά
που πας να κάνεις είναι ζαριά»·
- κάθεται
η ζαριά, πετυχαίνω, φέρνω σε αίσιο τέλος παρακινδυνευμένη επιχείρηση ή
τολμηρό σχέδιο: «αναλαμβάνει τις πιο παρακινδυνευμένες δουλειές, αλλά είναι
κωλόφαρδος, γιατί πάντα κάθεται η ζαριά». Από την εικόνα του παίχτη που
ποντάρει μεγάλο χρηματικό ποσό και φέρνει ζαριά που κερδίζει· βλ. και φρ. κάθισε
η ζαριά·
-
κάθισε η ζαριά, ήρθε
ακριβώς αυτή που ήθελα: «μόνο με εξάρες θα κέρδιζα το παιχνίδι, κι όμως, κάθισε
η ζαριά και παραλίγο να μου ’φερνε ο άλλος το τάβλι κολάρο»· βλ. και φρ. κάθεται
η ζαριά·
- κακή
ζαριά, η ζαριά που δεν κερδίζει και γενικά η ατυχία, η κακοδαιμονία στη
ζωή: «με γονάτισαν οι κακές ζαριές και δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο». (Λαϊκό
τραγούδι: κόβω δυο άστρα, τα ρίχνω ζάρια και όπως πάντα κακή ζαριά.
Άσε τα λόγια και τα παζάρια η αγάπη θέλει παλικαριά)·
- καλή
ζαριά, η ζαριά που κερδίζει και γενικά η επιτυχία, η τύχη στη ζωή. (Λαϊκό
τραγούδι: μες τον Πράσινο το Μύλο μου τα παίρναν’ τακτικά, μα τους τα ’χω
πάρει πίσω από μια καλή ζαριά )·
- όλα
είναι μια ζαριά, (γενικά) όλα στη ζωή είναι θέμα τύχης: «αφού όλα είναι μια
ζαριά, πάμε μπρος κι ο Θεός βοηθός»·
-
όμοια ζαριά, η
περίπτωση που και τα δυο ζάρια μετά το ρίξιμο από τον παίχτη δείχνουν στην
ορατή επιφάνειά τους τον ίδιο αριθμό, οι διπλές: «δεν υπάρχει περίπτωση να τον
κερδίσω, γιατί μ’ έχει τρελάνει στις όμοιες ζαριές»·
- όπως
κάτσει η ζαριά, βλ. φρ. ό,τι φέρει η ζαριά·
-
ό,τι φέρει η ζαριά, ό,τι
φέρει η τύχη, ό,τι προκύψει: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι ό,τι φέρει η
ζαριά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή για να γλεντήσεις, μια κι αξίζει έναν παρά,
πρέπει να την μπεγλερήσεις κι ό,τι φέρει η ζαριά)·
- παίζω
μια ζαριά (κάτι), δεν το υπολογίζω, μου είναι αδιάφορο: «φιλία χρόνων την
έπαιξε μια ζαριά για μια γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ανδρικό φιλότιμό μου
το ’χεις παίξει μια ζαριά,φύγε πονηρή σουπιά). Από την
εικόνα του παίχτη που παίζει ό,τι έχει και δεν έχει πάνω σε μια ζαριά χωρίς να
νοιάζεται αν θα χάσει·
- ρίχνω
τη ζαριά, βλ. φρ. ρίχνω τα ζάρια, λ. ζάρι. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω
στην κρύα σου καρδιά χωρίς στιγμή να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα
δύο κι άσο).