εχθρός κ. εχτρός κ. οχτρός, ο, ουσ.
[<αρχ. επίθ. ἐχθρός], ο εχθρός. (Λαϊκό τραγούδι: στης φυλακής τα σίδερα είν’
οι καημοί γραμμένοι· εκεί γνωρίζοντ’ οι εχτροί κι οι φίλοι μπιστεμένοι
// αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα, τόνα σκοτώνει τον οχτρό και
τ’ άλλο τρώει την πίκρα)· οτιδήποτε είναι βλαπτικό, καταστροφικό κάπου: «το
τσιγάρο είναι εχθρός της υγείας || ο δάκος είναι εχθρός της ελιάς». (Ακολουθούν
11 φρ.)·
- για να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μου! α. λέγεται
στην περίπτωση που κάνουμε κάποια επιτυχημένη, κάποια ενέργεια που μας ευνοεί:
«εγώ θα σε παντρευτώ, έτσι, για να σκάσουν οι εχθροί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: θα
σε κάνω εγώ δική μου για να σκάσουν οι εχθροί μου και θα ζω ευτυχισμένα,
Ελενάκι μου με σένα)· βλ. και φρ. να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας(!)·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, έκφραση με την
οποία προτρέπουμε κάποιον να μην επαναπαυτεί σε κάποια επιτυχία του, αλλά να
προσπαθεί πάντα για ό,τι καλύτερο: «αν θα θυμάσαι πάντα πως εχθρός του καλού
είναι το καλύτερο, θα μπορέσεις να πετύχεις πολύ καλύτερα πράγματα στη ζωή σου»·
- εχθρός του φτηνότερου είναι το καλύτερο, δηλώνει
πως η ποιότητα υπερτερεί του φτηνού καταναλωτικού αγαθού·
- να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! έκφραση που
ανταλλάσσουν οι πότες την ώρα που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους· βλ. και φρ. για
να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μου(!)·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς!
βλ. λ. φίλος·
- όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, μόλις
απομακρυνθεί ο κίνδυνος, τότε όλοι κάνουν το γενναίο, τον ανδρείο: «μπροστά του
κατουριόταν απ’ το φόβο του και τώρα που έφυγε μας κάνει τον καμπόσο, αλλά
είναι γνωστό πως, όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι»·
- ούτε (και) στον εχθρό μου ή ούτε (και) στο
χειρότερο εχθρό μου, λέγεται στην περίπτωση που απεύχομαι να πάθει ακόμη
και ο (χειρότερος) εχθρός μου το κακό που έπαθα, γιατί είναι πέρα του δέοντος
οδυνηρό: «ξέρεις τι είναι να χάνεις το παιδί σου στο άνθος της ηλικίας του;
Ούτε και στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το
δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου). Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει με το να μην τύχει. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε
στον εχθρό μου να μην τύχει να ’χει τέτοια τύχη και μι’ αγάπη σαν
και τη δική σου κι αυτός να πετύχει)·
- σε κάνει εχθρό του, δυσαρεστείται, θυμώνει πολύ,
όταν του συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που δεν του είναι επιθυμητός: «μόλις
του πεις κάτι κακό για την αγαπημένη του ομάδα, σε κάνει εχθρό του»·
- σε πιάνει εχθρό του, βλ. συνηθέστ. σε κάνει
εχθρό του·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, όταν
υπάρχει ένας αλλά πολύ ισχυρός εχθρός, τότε όλοι οι φίλοι μαζί είναι ανήμποροι
να βοηθήσουν: «πρέπει να λάβεις πολύ δραστικά μέτρα μ’ αυτόν που έμπλεξες,
γιατί χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας».