εφεδρεία, η, ουσ. [<μτγν. ἐφεδρεία <αρχ. ἐφεδρεύω],
η εφεδρεία· οποιοδήποτε πρόσωπο ή πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση
ανάγκης: «αν ένας παίχτης δεν παίζει καλά, ο προπονητής έχει ένα σωρό εφεδρείες
για να τον αντικαταστήσει || αγόρασα ένα σφυρί να το ’χω στο σπίτι για
εφεδρεία»·
- κρατώ εφεδρείες δυνάμεων, βλ. συνηθέστ. κάνω
οικονομία δυνάμεων, βλ. λ. οικονομία·
- πέρασε στην εφεδρεία, απέχει, λόγω ηλικίας, από
κάθε νυχτερινή διασκέδαση ή κάθε σεξουαλική δραστηριότητα: «πάει καιρός που
πέρασε στην εφεδρεία, δεν τον βλέπεις που έγινε ραμολί;».