ευχέλαιο, το, ουσ. [<μσν. εὐχέλαιον <εὐχή + ἔλαιον],
το ευχέλαιο·
- κάνω ευχέλαιο, α. δέομαι στο Θεό για να
σταματήσει η κακοτυχία μου, ιδίως όταν έχω εξαντλήσει κάθε άλλο περιθώριο:
«πρέπει να κάνω κάνα ευχέλαιο, γιατί δεν πάει άλλο με τη γκαντεμιά που με
δέρνει!». β. (ειρωνικά) υπόσχεση που δίνω σε κάποιον, όταν με
διαβεβαιώνει για κάτι, που είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να γίνει ή να
κάνει: «να το δω πως θα κόψεις το τσιγάρο και θα κάνω ευχέλαιο!». Αναφορά στο
ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας.