ευχαριστώ, ρ. [<μτγν. εὐχαριστῶ], ευχαριστώ·
τυπική έκφραση ευγένειας. Πρβλ.: ίπι ίπι -άσαμε, τι καλά περάσαμε, ίπι ίπι
-ούμε, σας ευχαριστούμε, που τραγουδούσαν οι μαθητές μετά το τέλος της
εκδρομής τους ευχαριστώντας τους καθηγητές τους· βλ. και λ. φχαριστώ·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, βλ. λ. αυτός·
- για το ευχαριστώ, λέγεται για ενέργεια αχάριστου
ανθρώπου, με την έννοια αντί για ευχαριστώ: «σ’ έχω βοηθήσει άπειρες φορές και
για το ευχαριστώ, πήγες και με κατηγόρησες στο διευθυντή μου». (Λαϊκό τραγούδι:
στάθηκα βράχος δίπλα σου και όλα στα ’χω δώσει κι εσύ για το ευχαριστώ μ’
έχεις σκληρά πληγώσει)· βλ. και φρ. αυτό είναι το ευχαριστώ, λ.
αυτός·
- ευχαριστώ, δε θα πάρω! ή ευχαριστώ, είμαι
φαγωμένος! ή ευχαριστώ, έχω ήδη φάει! ειρωνική άρνηση, σε περίπτωση
που μας ζητάει κάποιος κάτι και ταυτόχρονα να υποδηλώσουμε την αχαριστία του,
από παλιότερες περιπτώσεις που τον βοηθήσαμε: «θα μου δώσεις πάλι εκατό
χιλιάρικα δανεικά; -Ευχαριστώ, δε θα πάρω! || θα μου δανείσεις για λίγο τ’
αυτοκίνητό σου, γιατί το δικό μου είναι χαλασμένο; -Ευχαριστώ, έχω ήδη φάει!»·
- μ’ ευχαρίστησες! ή μας ευχαρίστησες! έκφραση
απογοήτευσης που απευθύνεται σε κάποιον που, ενώ περιμέναμε να μας φέρει κάποια
καλή είδηση ή να μας πει κάποιο καλό νέο, μας είπε το χειρότερο: «ο διευθυντής
μου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια. -Μας ευχαρίστησες! || απ’ ό,τι έμαθα, δε θα
πάρουμε αύξηση. -Μ’ ευχαρίστησες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα
μάλιστα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- όχι ευχαριστώ, βλ. λ. όχι.