ευχαρίστηση, η, ουσ. [<ευχαριστώ], η ευχαρίστηση·
- βρίσκω ευχαρίστηση, μου αρέσει, με ευχαριστεί κάτι:
«βρίσκω ευχαρίστηση στην κλασική μουσική || βρίσκω ευχαρίστηση μόνο στα λαϊκά
τραγούδια || βρίσκω ευχαρίστηση στο διάβασμα || βρίσκω ευχαρίστηση στα ταξίδια»·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. φρ. βρίσκω
ευχαρίστηση·
- ό,τι έχετε ευχαρίστηση, απευθύνεται από άτομο στην
ομήγυρη ή στο φιλικό του περιβάλλον, ζητώντας χρηματική υποστήριξη. Από τη
στερεότυπη φρ. των ζητιάνων, που ζητάνε ελεημοσύνη από τους περαστικούς·
- το κάνω από ευχαρίστηση, κάνω κάτι όχι υποχρεωτικά
ή από καθήκον, αλλά μόνο και μόνο από δική μου επιθυμία: «όταν μου ζητάει να
βγάλω το σκύλο του μια βόλτα, το κάνω από ευχαρίστηση».