ευρωπαϊκός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ.
[<Ευρωπαίος + κατάλ. -ικος], ευρωπαϊκός· το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ευρωπαϊκά,
α. τα μοντέρνα ρούχα δυτικού στιλ: «ήρθε ντυμένος ευρωπαϊκά και καμάρωνε
σαν γύφτικο σκεπάρνι». Η λ. ήταν διαδεδομένη από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι
τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και είχε αντικαταστήσει τη λ. φράγκικα που
είχε την ίδια σημασία, σε αντιδιαστολή με τα ρούχα ελληνικού ή ανατολικού στιλ.
Κατόπιν αντικαταστάθηκε και αυτή από τη λ. εισαγωγής (βλ. λ.). β.
τα μοντέρνα τραγούδια ή οι χοροί δυτικού στιλ: «είναι όλη τη μέρα κλεισμένος
στο δωμάτιό του κι ακούει ευρωπαϊκά || μετά τα ζεμπέκικα και τα τσιφτετέλια
αρχίσαμε τα ευρωπαϊκά». Επίρρ. ευρωπαϊκά·
- εεε, οοο, το πήραμε, το πήραμε το ευρωπαϊκό! νικητήρια
επαναλαμβανόμενη ιαχή των Ελλήνων φιλάθλων, μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού
κυπέλλου από την Εθνική ποδοσφαιρική ομάδα στην Πορτογαλία το 2004.