ευρύτητα, η, ουσ. [<αρχ. εὐρύτης + κατάλ. αιτιατ.
-ητα], η ευρύτητα·
- ευρύτητα πνεύματος, που αντιλαμβάνεται ή
αντιμετωπίζει διάφορες ιδέες ή καταστάσεις χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς
δογματισμούς: «μπορεί να κουβεντιάσει και με τον πιο μοντέρνο νέο, γιατί έχει
ευρύτητα πνεύματος». Αντίθ. στενότητα πνεύματος.