ευλογία, η, ουσ. [<αρχ. εὐλογία], η ευλογία·
- είναι ευλογία Θεού, α. είναι πηγή χαράς ή
ευτυχίας κάτι, γιατί θεωρείται αποτέλεσμα της εύνοιας του Θεού: «τα πολλά
παιδιά σε μια οικογένεια είναι ευλογία Θεού || η ειρήνη για τον κόσμο είναι
ευλογία Θεού || η βροχή μέσ’ στο κατακαλόκαιρο είναι ευλογία Θεού» β.
δηλώνει και αφθονία υλικών αγαθών: «στο σπίτι μας υπάρχουν όλες οι ευλογίες του
Θεού»·
- με τις ευλογίες μου, (σου, του κ.λπ.), α. με
την έγκρισή μου, (σου, του κ.λπ ): «ξεκίνησε τη δουλειά του με τις ευλογίες
μου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μην τον μαλώνεις τώρα, αφού
πήγε κι έκανε τη φασαρία με τις ευλογίες σου»·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, ευχή που δίνουμε σε
κάποιον: «τώρα που φεύγεις στα ξένα, να έχεις την ευλογία του Θεού».