ευθύνη, η, ουσ. [<αρχ. εὔθυνα <μτγν. εὐθύνη], η
ευθύνη·
- είναι περιορισμένης ευθύνης, δεν έχει τη
δυνατότητα, την ικανότητα να σκεφτεί σωστά, είναι κουτός, βλάκας: «μην έχεις
πολλές απαιτήσεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι περιορισμένης ευθύνης.
Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να χτυπάει δυο τρεις φορές
στον κρόταφο.