ευγένεια, η, ουσ. [<αρχ. εὐγένεια], η ευγένεια·
- η ευγένειά σου (του, σας, τους), α. λέγεται
τιμητικά αντί του εσύ (αυτός, εσείς, αυτοί): «μπορεί, αν θέλετε, να περάσει
πρώτη η ευγένειά σας». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «ήρθε πρωί
πρωί η ευγένειά του και μου ζητούσε πάλι δανεικά!»·
- η ευγένεια υποχρεώνει, όταν κανείς είναι ευγενικός,
υποχρεώνει απέναντί του τους άλλους: «να φέρεσαι πάντα με ευγενικό τρόπο, γιατί
η ευγένεια υποχρεώνει τους ανθρώπους»·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, ο ευγενικός
άνθρωπος γίνεται εύκολα αποδεκτός από το περιβάλλον του κι έτσι πετυχαίνει
ευκολότερα το σκοπό του: «είναι από φύση του ευγενικός άνθρωπος και τις
δουλειές του τις τελειώνει αμέσως, γιατί όλες οι πόρτες ανοίγουν στην
ευγένεια».