έτος, το, ουσ. [<αρχ. ἔτος], το έτος·
- είναι έτη φωτός μπροστά, (για πρόσωπα) είναι πάρα
πολύ προωθημένος σε σκέψεις και αντιλήψεις σχετικά με τους άλλους: «λέει τόσο
δυσκολονόητα πράγματα, που δεν μπορώ να τα καταλάβω, γιατί είναι έτη φωτός
μπροστά από μένα»·
- εις έτη πολλά! ή εις πολλά έτη! ευχή που
απευθύνεται κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας από το διάκονο στο δεσπότη,
στο μητροπολίτη: «εις πολλά έτη δέσποτα!»·
- ευτυχές το νέον έτος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο
καινούριος χρόνος! λ. χρόνος·
-προ αμνημονεύτων ετών, λέγεται για κάτι που
συνέβη πριν από πάρα πολύ καιρό: «του δάνεισα ένα βιβλίο προ αμνημονεύτων ετών
κι ακόμη να μου το επιστρέψει».