έτοιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἕτοιμος], έτοιμος. 1.
το ουδ. ως ουσ. το έτοιμο, βλ. λ. ετοιματζίδικο. 2. το ουδ. στον
πλ. ως ουσ. τα έτοιμα, τα αποταμιευμένα χρήματα: «κάνε το κουμάντο σου
και μην ξοδεύεις απ’ τα έτοιμα, γιατί κάτι πρέπει να ’χεις στην άκρη για κάποια
δύσκολη στιγμή»·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, βλ. φρ. τρώω απ’ τα έτοιμα·
- έσο έτοιμος, προσκοπικό σύνθημα που δηλώνει
εγρήγορση·
- έχει έτοιμα τα δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- τα βρήκε όλα έτοιμα, βρήκε έτοιμη περιουσία χωρίς
να κοπιάσει καθόλου: «δεν κουράστηκε ποτέ στη ζωή του, γιατί τα βρήκε όλα
έτοιμα απ’ τον πατέρα του». Συνών. τα βρήκε όλα στρωμένα·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε
όλα έτοιμα·
- τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, είναι
τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίσουν τις ανάγκες του ή να
πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες του: «είναι τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα
έτοιμα || μη μου λες ότι είναι ενεργητικό άτομο, γιατί όλα έτοιμα τα θέλει»·
- τρώω απ’ τα έτοιμα, ζω παίρνοντας χρήματα από τις
αποταμιεύσεις μου: «τον τελευταίο καιρό η δουλειά μου δεν πάει καθόλου καλά,
γι’ αυτό τρώω απ’ τα έτοιμα».