έρωτας, ο, ουσ. [<αρχ. ἔρως], ο έρωτας· η
υπερβολική προσήλωση, αφοσίωση σε κάτι, η υπερβολική αγάπη για κάτι: «έχει
έρωτα με το χορό || έχει έρωτα με τη λογοτεχνία || έχει έρωτα με την επιστήμη
του || ο έρωτάς του για την επιστήμη του τον έκανε μεγάλο επιστήμονα».
Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγοραίος έρωτας, η πορνεία: «η αστυνομία θέλει να
πατάξει τον αγοραίο έρωτα»·
- άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος, λέγεται
ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή
λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε
δυο πράγματα ή καταστάσεις: «δεν μπορεί ένα φτωχαδάκι να μπει στην παρέα των
εφοπλιστών, γιατί άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος». Για συνών. βλ. φρ. άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος·
- δε γνώρισε τον έρωτα, (και για τα δυο φύλα) δεν
ήρθε ακόμη σε σεξουαλική επαφή, δε συνουσιάστηκε: «έγινε είκοσι χρονών παλικάρι
κι ακόμη δε γνώρισε τον έρωτα || δεκαοχτώ χρονών κοπέλα και δεν γνώρισε ακόμη
τον έρωτα»·
- είναι ο έρωτάς μου (κάτι), νιώθω έντονη αγάπη για
κάτι: «η λογοτεχνία είναι ο έρωτάς μου»·
- εις υγεία(ν) των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, βλ. λ. υγεία·
- έχει έρωτα (με κάποιον, με κάποια), είναι
ερωτευμένος, είναι ερωτευμένη: «έχει έρωτα με τη γειτονοπούλα του»·
- έχει έρωτα (με κάτι), το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι υπερβολικά προσηλωμένο, αφοσιωμένο σε κάτι: «από μικρό παιδί έχει
έρωτα με τη ζωγραφική || έχει έρωτα με την επιστήμη του»·
- έχουν πλατωνικό έρωτα, (για ζευγάρια) είναι
υπερβολικά προσηλωμένοι, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς όμως να έχουν
σεξουαλικές σχέσεις: «μπορεί να είναι συνέχεια μαζί, αλλά από κοκό τίποτα,
γιατί έχουν πλατωνικό έρωτα»·
- κάνω έρωτα, (και για τα δυο φύλα) έρχομαι σε σεξουαλική
επαφή, συνουσιάζομαι: «κάνω έρωτα με τη γυναίκα μου δυο φορές τη βδομάδα».
(Λαϊκό τραγούδι: θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα, σα να ’ναι η
τελευταία μας φορά)·
- κεραυνοβόλος έρωτας, ο απρόσμενος, ο ξαφνικός και
δυνατός έρωτας: «μόλις τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ένιωσαν κι οι δυο
κεραυνοβόλο έρωτα». (Τραγούδι: μέσα στα μάτια σου ο κόσμος όλος, έρωτας έρωτας
κεραυνοβόλος)·
- μας ζάλισες τον έρωτα ή με ζάλισες τον έρωτα, βλ.
φρ. μη μας ζαλίζεις τον έρωτα·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, ο
έρωτας μπορεί να είναι ευχάριστος, αλλά περνά, ξεθυμαίνει με την πάροδο του
χρόνου: «όλοι κάποια στιγμή ερωτευόμαστε, αλλά μην ξεχνάς πως με τον έρωτα
περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρωτας»·
- μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον
έρωτα, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί
με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς
στο ίδιο θέμα: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, σου είπα θα το
σκεφτώ και θα σου απαντήσω». Το υπονοούμενο στη φρ. είναι τα αρχίδια. Ο πλ. και
όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’
αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη
μου ζαλίζεις το μυαλό·
- μη μας σκοτίζεις τον έρωτα ή μη μου σκοτίζεις
τον έρωτα, βλ. φρ. μη μας ζαλίζεις τον έρωτα·
- ο βήχας, τα λεφτά κι ο έρωτας δεν κρύβονται, γίνονται
αισθητά φανερά, γιατί υπάρχουν έντονες εκδηλώσεις. Λέγεται συνήθως με διάθεση
συμπάθειας, ιδίως σε ερωτευμένο άτομο·
- ο έρωτας είναι τυφλός, ο ερωτευμένος δε βλέπει,
ιδίως τα ελαττώματα του ανθρώπου που αγαπά: «θα μου πεις, ο έρωτας είναι τυφλός,
για να μην μπορεί να καταλάβει η ανόητη τι κουμάσι θέλει να παντρευτεί»·
- ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, δηλώνει πως μια
από τις προϋποθέσεις για την ομαλή ή ευτυχισμένη συμβίωση ενός παντρεμένου
ζευγαριού είναι και η ικανότητα της συζύγου να μαγειρεύει καλά·
- ο καρπός του έρωτά τους, βλ. λ. καρπός·
- ο καρπός του παράνομου έρωτά τους, βλ. λ. καρπός·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’
το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- πέφτω στον έρωτα, ερωτεύομαι: «μικρός μικρός έπεσε
στον έρωτα και μικροπαντρεύτηκε». (Λαϊκό τραγούδι: μα έφτασε κι ο τρυγητός
κι η χήρα πάει στ’ αμπέλι και έπεσε στον έρωτα κι αυτή
χωρίς να θέλει).